Του Κώστα Μποτόπουλου
Η τραγωδία των Τεμπών δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε συμβεί, αλλά, από τη στιγμή που συνέβη, τίποτα δεν θα μπορούσε να φέρει πίσω τα θεμελιώδη που χάθηκαν: τις ζωές τόσων ανθρώπων και την αίσθηση ασφάλειας των πολιτών. Θα μπορούσε, όμως, τουλάχιστον να μάς σπρώξει όλους -κοινωνία, πολιτικό σύστημα και κράτος- σε μεγαλύτερη σοβαρότητα. Με δυο βασικές αιχμές: άμεση βελτίωση του σιδηροδρομικού δικτύου και ουσιαστικό σεβασμό στη μνήμη των νεκρών. Με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από το τρομερό δυστύχημα, είναι πια φανερό ότι τίποτα από τα δυο δεν συνέβη: το δίκτυο είναι σε ίδια αν όχι σε χειρότερη κατάσταση -στο παρά ένα αποφεύχθηκαν ανάλογες συγκρούσεις τρένων-, ενώ, μέσα από τη διαδικασία διερεύνησης του δυστυχήματος των Τεμπών, απόδοσης ευθυνών και, κυρίως, μέσα από την πρόσφατη συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, το πολιτικό σύστημα έδειξε απόλυτη αδυναμία του να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Ας προσπεράσουμε αυτά που είδαμε και νιώσαμε κατά την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή -τις φωνασκίες, τις αμετροέπειες, τις εμφυλιοπολεμικές εκφράσεις, τη μικροκομματική εκμετάλλευση μιας τραγωδίας- και ας επικεντρωθούμε στους πολλαπλούς ευτελισμούς που υπέστησαν οι θεσμοί. Σταχυολογώ γεγονότα όπως τα γνωρίζουμε σήμερα αλλά με σειρά εμφανίσεως από την ημέρα του δυστυχήματος. Παραποίηση, το ίδιο βράδυ, ηχητικού από άγνωστο δράστη αλλά με βέβαιο στόχο: να δίδεται, ακόμα πιο ξεκάθαρα από όσο θα αποδείκνυε η αλήθεια, εντύπωση ότι για όλα φταίει το «ανθρώπινο λάθος», δηλαδή ο σταθμάρχης. Παραίτηση του Υπουργού Μεταφορών αλλά εκ νέου συμμετοχή του, λίγους μήνες αργότερα, στις εκλογικές λίστες του κόμματός του, για προφανείς -και, στο μυαλό του αρχηγού του κυβερνώντος κόμματος, υπέρτερους- λόγους εσωτερικών ισορροπιών. Σχετικά γρήγορη κινητοποίηση της Δικαιοσύνης, αλλά με την κυβέρνηση να έχει «προαποφασίσει» ότι δεν υπάρχουν ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων– εμβληματική έμεινε η φράση ανώτατου δικαστή στη μητέρα θύματος των Τεμπών ότι πλέον δεν είχε να κάνει κάτι άλλο παρά να προσευχηθεί. Καθυστερημένη και ελλιπής κοινοβουλευτική διερεύνηση: η Εξεταστική Επιτροπή που συγκροτήθηκε, έναν χρόνο μετά το δυστύχημα, έσπασε κάθε προηγούμενο κακής λειτουργίας, με κομματικό προσανατολισμό, μη αποδοχή κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων, άρον-άρον περάτωση και διάσπαση σε τόσο πορίσματα όσα και κόμματα.
Άγονη αντιπαράθεση με θεσμούς της Ένωσης -Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκή Εισαγγελία- που ζητούσαν λογοδοσία και τους οποίους η κυβέρνηση εγκαλούσε για εμπάθεια. Υποβολή πρόταση δυσπιστίας από το σύνολο σχεδόν της αντιπολίτευσης και με πρωτοβουλία του τρίτου σε δύναμη κόμματος -δυο πρωτιές, που θα μπορούσαν να δώσουν άλλη δυναμική- έναντι της οποίας η μεν κυβέρνηση οχυρώθηκε στην αντιδημοκρατική θεωρία της βούλησης ανατροπής του πολιτεύματος από σκοτεινά συμφέροντα, μερίδα δε της αντιπολίτευσης στην ακόμα πιο αντιδημοκρατική έκκληση για ανατροπή της κυβέρνησης από την Ευρωπαία Εισαγγελέα και για διεξαγωγή εκλογών υπό διεθνή επιτροπεία.
Δεν έλειψαν και οι παραβιάσεις ή παρανοήσεις του ίδιου του Συντάγματος. Παροτρύνσεις «παραμερισμού» -το δηλητήριο των «ιδιωτικών πανεπιστημίων»- του άρθρου 86 περί ευθύνης Υπουργών. Προβολή δήθεν «σύγκρουσης» -που ούτε εδώ υπήρχε- μεταξύ ενωσιακής (Ευρωπαίος Εισαγγελέας) και εθνικής (άρθρο 86 Συντάγματος) έννομης τάξης. Σύγχυση μεταξύ βουλευτικής ασυλίας και υπουργικής ευθύνης: αίτημα πρώην Υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ να κινηθεί η εναντίον του διαδικασία με βάση μια διάταξη που δεν το επιτρέπει (η παράγραφος 5 του άρθρου 86 εφαρμόζεται όταν έχει κινηθεί δίωξη από τη Βουλή και όχι για να την υπερβεί) και απόφανση του Υπουργού Μεταφορών της περιόδου των Τεμπών ότι «δεν έχει, ούτε θέλει καμιά ασυλία». Σύγχυση της λειτουργίας προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής με τη διαδικασία δίωξης Υπουργού από τη Βουλή.
Το θλιβερό συμπέρασμα είναι ότι αντί να γίνουμε σοφότεροι, βαθύναμε την εχθροπάθεια και κακοποιήσαμε τους θεσμούς.
*Συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής