Αργοδιάβαινε μετά από πολλά χρόνια περιπλάνησης στού κόσμου τίς στράτες, καθώς πού λογάριαζε νά σκαρφαλώσει το χαμηλό σκουριασμένο από τόσες θρυμματισμένες θύμισες φράχτη. Στο πατρικό του κονάκι, Βυζαντίου η οδός. Αντικρυστά με τη βόρεια μετόπη της Παναγίας τής Σκριπούς.
Λογάριαζε, τόχε πάντα σά μικρό τάμα, να σκαρφαλώσει το χαμηλό ξύλινο φράχτη Τού γείτονα, να κλέψει καμμιά δεκαριά μονάχα κατακόκκινα πετροκέρασα. Όχι δε σκιάζοταν τον γείτονα,ήτανε βλοσυρός σχεδόν ολημερίς, από το κάματο της κατερπίλαρ πού δούλευε στα μπαίρια τής λόστρας, εκεί πούβαζε μποστάνι ο μπάρμπας του μά και ποτές δε πρόκοβε,αλλά εσώψυχα καλοσυνάτος στο διά ταύτα.
Σκιαζότανε το Δραγάτη το Μανιταρα, ένανε κοντόχοντρο μεσήλικα,με κείνη την σκουριασμένη από τα σάλια του σφυρίχτρα ,να σού τρυπάει το τύμπανο,σημάδι ότι σε τσάκωσε στα πράσα.
Τού το μύνησαν οι φίλοι του ,σά και σέ τσάκωνε να κλέβεις κορόμηλα, βερύκοκα, κεράσια και προς θεού πεπόνια και καρπούζα, σ’ έχωνε σ ένα τσουβάλι και γραμμή για το διπλανό χωροφύλακα. Τον Μήτσο το Νταλέ.
Αργότερα ,σά ανδρώθηκε κοντολογίς ,κι αγροίκησε της εξουσίας το άδικο ,ανόησε επιτέλους ,ποιοι ήταν οι άτυχοι κοντοχωριανοί του ,μά όλοι πελάτες στο δικό τους Καφενέ ,στη Πλατέα με τίς Μουριές και τά Πλατάνια.Ήσανε νοικοκύρηδες ,με μικρο κλήρο στη Κωπα ί δα ,πού πίστεψανε ότι υπάρχει μια κοινωνία αλλοιωτικη ,ποιο αθρώπινη ,όπου στα παραθύρια τους θα ανεμίζανε κατακόκκινες οι σημαίες ..
Κάπου λοιπόν ,θάτανε καλοκαίρι του 1967 ,καταμεσής μιάς στρατιωτικής διχτατορίας,ακόυγονταν ίσαμε την δικιά τους αυλόπορτα ,τα ουρλιαχτά τους ,κι ο θηριώδης χωροφύλακας να τους λιανίζει με το ματωμένο του βούρδουλα.Όσοι δεν υπόγραφανε μια μετάνοια γραμμή για τα ξερονήσια. Γυάρος, Μακρόνησος,Αλικαρνασσός ,Παρθενι ,Ωροπου και Κορυδαλλός .Όπου χτυπάγανε τ άλλα λυσασμένα ανθρωποειδή ,το βράδυ ,στη ταράτσα τον Ανδρέα κι ο Μίκης περίμενε το δικό του μαρτούριο.Τακ τακ εγώ ,τακ τακ εσύ….
Έτσι για την ιστορία ,για τα αγγόνια του κυρίως,αντάμωσε κι αυτός ,στα φοιτητικά του χρόνια ,τα αγριεμένα όργανα τής Χούντας των συνταγματαρχών στα υπόγεια της οδού Βαλαωρίτου ,όπου η σφηκοφωλιά της Ασφαλείας Θεσσαλονίκης .Βαράγανε αυτοί ,τούς βάραγε κι αυτός, παλληκάρι τότες ,είκοσι χρονώνε,δε ανόγαγε από το ξύλο ,κι ας ηντουσαν πιότερο δυνατοί ,ξάπλωσε ενανε κάτω ,το λιπόσαρκο Μπουζιανη ,τον αλλονε τον Τετραδακο δεν τον κατάφερε ,ωσότου του πέρασε το δερμάτινο ματωμένο λουρί από το Μ1 ,στα πόδια του και γνώρισε ,ως μη όφειλε το μαρτούριο τής φάλαγγας.Τόν τύλιξε ένα γλυκό άσπρο σύννεφο ,λυτρώθηκε για λίγο ωσότου ένας κουβάς με βρωμόνερο τουρθε στη μούρη του και αντίκρυσε καμμία δεκαριά από αυτούνους,τους χουντικούς ασφαλίτες να τον έχουμε καθισμένο σέ μια πλαστική καρέκλα ,μ ένα μολύβι κι ένα χαρτί ,να ομολογήσει ,πώς δεν ήτανε κουμουνιστής…Κι όλα αυτά ,επειδής πάγαινε με κάτι λεβέντες φιλαράκια ,της Αρχιτεκτονικής ,από την Λεβεντογέννα Κρήτη όλοι τους ,μά πιότερο για ένα στιχάκι πουγραψε σε μια προκήρυξη που σκορπίσαν ε στο προαύλιο του Χημείου ,κάπως έτσι ξεκίναγε …..’’ .κι εσυ καημένε Χωροφύλακα τι φταις ,σ εξαγοράσανε με δυό πακέτα Μαλμπορο…’’.
Νομίζοντας πώς θ αποφύγει την παγίδα τους ,καθαρογραψε ολάκερη τη δήλωση Καραμαλή ,από το Παρίσι ,που ήτανε στη πρωτη σελίδα ,της εφημερίδας Βραδυνής..
Δεν ήταν αυτό που τον γλύτωσε ,παρεχτός .ο Θειός του ,απόστρατος πιλότος τής πολεμικής Αεροπορίας ,πού εγγυήθηκε αντ αυτού ,κι γλύτωσε τα χειρότερα,ωστόσο μελανιασμένο το κορμί ,τούμπανο οι πατούσες του,κι όλο τριγύρω τά ξέφρενα ακούσματα από τη νίκη της ομάδας μας,στο μακρυνό Γουέμπλεϊ,τής Μεγάλης Βρετανίας ,πούχε κι αυτείνα ξαβοηθήσει τους συνταγματαρχαίους να καταλύσουν τη Δημοκρατία στην Ελλάδα και να χαθεί το σαράντα τοις εκατό από την ηρωική Κύπρο .
Ας είναι ,ποιος θαρρείς και νοιάζεται για όλα τούτα,σέ μια χώρα χιλιοπροδομένη από τους ανάξιους πολιτικούς και κολοχρεωμένης για τα ερχόμενα ενενήντα και εννιά τέρμινα.
Κάποτες,θάτανε στο Δημοτικό σχολειό τουακόμα,αμπήδησε το χαμηλό ξύλινο φράχτη Τού γείτονα ,σκαρφάλωσε στη κερασιά ,μά έσπασε το κλαράκι και γκρεμοτσακίστηκε καταγής.
Λιγοθύμισε,θές από Την τρομάρα ,θές από το γδούπο ,τον εσήκωσε στην αγκαλιά της,η Θεια Μαριώ .η κατσιφαινα .Κρατούσε κλειστή τη δεξιά του χούφτα,σφιχτοκλειδωμένη.Όταν του ξέσφιξαν την απαλάμη του δε βρέθηκε κανένα κεράσι.
Το πατρικό του λοιπόν ,περί του οποίου ο λόγος κι η αφορμή για τούτο το αφήγημα ,πέτρινο ,χτισμένο από φρεσκοκομμένα αγκωνάρια από το οικογενειακό τους Νταμάρι,αριστερά από τη Ντραγατσούλα .Εκεί όπου είχε πρωτοακούσει το σκάσιμο Τού φουρνέλου,ενόσω μισή ώρα Πρίν φωνάζανε στα κοντινά σπίτια. …..Φουρνέλο, Φουρνέλο Χωριανοί…Ντρεπότανε στ αλήθεια να σκούζει κι αυτός μαζί με τους Νταμαριώτες ,παιδάκι πράμα ωστόσο πάντοτε είχε το σέβας για τ αδέρφια του Πατέρα του.Απ εκεί κόλλησε την λατρεία για όλα τά μηχανοκίνητα ,ακόμα και την γλυκεια συγκίνηση από τη μυρωδιά του γράσου ,της βεζίνας,το πετρέλαιο,μά τούφερνε κοντολογίς και μια γλυκειά ζαλάδα ..
Τά θεμέλια του πατάγανε απάνω σέ κομμένα κεφάλια αγαλμάτων από τούς θεούς Τού Ολύμπου .Από το γειτονικό Ναό Τού Απόλλωνα .Στόν αυλόγυρο λαξευμένα κοτρώνια ,τεράστια ,με αρχα ικές επιγραφάδες από δώδεκα τρίμετρος ιαμβικούς στίχους με τη γλώσσα ύλης Ιλιάδας και Τής Οδύσσειας …….’´ ..ου φθόνος ουδέ χρόνος περιμηκετος έργα καλύψει σών κάματων παναριστε βυθώ πολυχανδει ληθης έργα επεί βοωσει και ου λαλεοντα…´´ αυτά τά σοφά λόγια θυμάται ακόμα σα στάλθηκε εν ώρα μαθήματος από την Δασκαλα του να διαβάσει πότε χτίστηκε η Παναγία της Σκριπούς που θεμελιώθηκε τον ένατο αιώνα ,σε τύπο Σταυροειδους μεταβατικού.
Αυτό θυμότανε από τη δασκάλα του ,μονάχα αξέχαστο και το ξύλο πούφαγε ,ενόσω έκανε τρεις ώρες να γυρίσει στη τάξη του …..
Γυρόφερνε στ αυλάκια του μυαλού του η βλάσφημη απορία του :..ωραίος και περικαλλής ο Ναός Της Παναγίας ,μά δεν τον χτίζανε λιγάκι παραπέρα ,νά μη γκρεμιστεί ο Ναός του Απόλλωνα ???
Ώστε τώρα πιά,μετά από χιλιάδες χρόνια οι γυμνές του πατούσες να περπατούν απάνω στην ιστορία των Μινύων.Νά διαπερνάνε τα αιμοφόρα του αγγεία και να προβάλλονται καθαρές φιγούρες ,αρχαίων περήφανων κοντό χωριανών του.Μέ αλλοιωτικα μονάχα ονόματα .
Τίς κρύες νύχτες ,στο χειμώνα,σφάλιζε τά ξύλινα παραθυρόφυλλα ,μη και γλυστρήσουν από τίς χαραμάδες τα γυμνά ξωτικά .
Θάτανε θαρρείς κοντά στις είκοσι και φορές που τα ανόησε καταμεσής του ύπνου του.
Ενδεδυμένες όλες με αραχνοΰφαντες φορεσές ,κόκκινες ,κάτασπρες,πράσινες , ακόμα και μωβ στο χρώμα της βουκαμβίλιας που γαντζωνόταν στο ακριανο παραθύρι .
Πετούσαν καταπάνω του μα δεν τον άγγιζαν ,ωστόσο τον έπιανε μια ντροπή να διακρίνει κάτω από τις διάφανες φορεσιές τα κορμιά τους.
Μια γειτόνισσα που ερμήνευε όλα τα ονείρατα ,σα το Καζαμία ,του μύνησε να μην σκιάζεται .
Όλα αυτά είναι ονείρατα της νιότης .
Διαβήκανε γοργά τα χρόνια τα καλά ,μα τώρα ήρθανε απρόσκλητα τα δύσκολα .
Λογάριαζε με κάτι οικονομίες να αναστηλώσει το πατρικό του ,απλά να νοιώσει ξανά ,ότι καπου εκεί τριγυρνάει το γοργό βήμα της Μητέρας του .Πάντοτε βιαστική ,να προκάμει να ταΐσει τα ζωντανά ,να μας ετοιμάσει για το σχολειό ,να κινήσει αλλοτες για το σκάλο ,αλλοτες για το μαζωμα του βαμβακιού η το οδυνηρό μαζωμα από τα δυο στρέμματα μπάμιες .Επειδής πιάνανε καλή τιμή στην οκάδα.Μάζωνε θυμάται κοντά στις δυο Σάκες το πολύ μέχρι τις δέκα η ώρα .Αργότερα η ζέστη πυρπολουσε τα ένα κι ένα δυό στρέμματα ,με το γιόμπορο νοικιασμένα ,κι ανέβαινε μιά θέρμη ίσαμε τίς ακόμα κατάμαυρες ρίζες τών μαλλιών της.
Σιμά στις δέκα το πρωί ,ενόσω κι ο ήλιος είχε ανέβει δυό καλάμια απάνω στό στερέωμα ,κινούσε τό Παλληκαράκη ,έντεκα χρονώνε τότες ,μέ τό αποδήλατο ,η μάρκα Μπισμαρκ ,μαυρο με ασημένιες ρίγες και καλολαδωμένη τη καδένα ,να κουβαλήσει ένα
Προς ένα τα δυο τσουβάλια μπάμιες .
Πιάνανε καλή τιμή στον κόκκινο μούρη έμπορα ,καμωνοταν τον άντρα το πολλά βαρύ ,και παράβγαινε στα τσίπουρα με το φιλαράκι του ,ιδια σειρά , από το στρατό ,ξέρεις το Φέκο ,που συγχωρέθηκε ,τον έστειλε μια κιτρινίλα από τη συκωταριά του.Κίρρωση τή λέγανε ,μα αυτός ,αναρωτιότανε ,τι στό κόρακα ,κεριά καί λιβάνια.Ούτε που πάταγε στην εκκλησιά τους .Ξέρεις ,τή Παναγία της Σκριπούς .Μεγάλη η χάρη Της.
Πιάνανε καλή τιμή .Έβγαινε καλό τό μεροκάματο .Θυμάται τη μάννα του ,με άσπρα φορέματα ,μαντήλα κάτασπρη κι αυτή καμωμένη στο δικό της αργαλειο ,χοντρές κάλτσες ,γάντια πάνω στα γάντια ,ότι τα διαβολεμένα μπάμια είχανε κάτι αγάνια που φτάνανε κι ερεθίζανε τις καλοδουλεμένες απαλάμες της.Μιά γερόντισσα της εφκιανε μια αλοιφή από βότανα ,να λαρώσει η φαγούρα και το πρήξιμο.
Μια φορά ,απαράτησε το τιμόνι κι από τα δυο του χέρια ,να κάμει αμολυτή ,και σωριάστηκε καταμεσις στην ανοιχτή σούδα .Λιγοστό νερόλακκο μα γιομάτο μπακακάκια που κροάζανε ταραγμένα από τό κρότο πουκαμε το τσουβάλι με τα μπάμια .
Τα μάζωξε ένα προς ένα να γιομώσει ματα το τσουβάλι ,μη και χαθεί άδοξα ,από μια κουτουράδα του ,το μεροκάματο της μαννας του .
Άλλαξε μονάχα το βρεμένο τσουβάλι ,μ ένα στεγνό από την αποθήκη ,μα το νεροβάφτισμα έδωσε πιότερες οκάδες .
Καλού κακού ,τσέπωσε κάμποσες παραπανίσες δραχμούλες ,από τη κάντεμια του αυτή ,ν αγοράσει παγωτό χωνάκι βανίλια κι ακόμα να κεράσει τη παληοπαρεα του .
Σε μια άλλη του έγνοια ,να αγοράσει ξυλοκάρβουνα για τη σόμπα τη μαντεμένια ,του Καφενείου τους ,το Κεντρον, στην άλλη άκρη του χωριού ,στου Ψυρρή ,από το Μηχανουργείο του κυρ Γιώργη ,που το εμπορεύονταν.
Εκειδά παδά στρούπωνε κάμποσες δραχμούλες στη πίσω κολότσεπα από το ντρίλινο κοντό παντελονάκι του .Αγορασμένο στα βαμπάκια,στο παζάρι της Πετρομαγουλας .
Αυτείνη του την αμαρτία τη ξομολογήθηκε στο Παπασαραφείμ που κόντεψε να του ξεκολλήσει τ αυτί του ,από θυμό κι αγριάδα .Καθώς υπήρχε η εντολή …ου κλέψεις ..
Αδικία μεγάλη ,από τα δικά μας έκλεβα .Για ένα παγωτό χωνάκι βανίλια.
Το χούι δε κόπηκε ,ωσότου στην εφηβεία τα κλεψιμαίικα παγαίνανε για ένα κουτί ,μυρωδάτα τσιγάρα ,με το καραβάκι ,Old Navy ..
{. Γλυκιές οι θύμησες της νιοτης, μα οι περσοτεροι να λείπουνε ,στο περιφραγμένο χωράφι με τα μαρμάρινα σπιτάκια και τα λιγνά κυπαρίσσια ,ένας Σταυρός , ..γεννήθηκε τάδε ,…αποθανε τάδε …και τη σήμερον ημέρα μια πατρίδα λαβωμενη από μια οικογένεια που από το 1965 ίσαμε με τα τώρα να διαφαντευει τα ξένα συφέροντα ,οι φτωχοί φτωχότεροι και μια κλίκα περιφερόμενοι της αυλης τους ,να κονομάνε ασύστολα και λογαριασμοί να μη δίνουνε
Παραδόθηκε η δόλια Πατρίδα στους Αμερικανούς γιομωσε ολουθε στρατιωτικές βάσεις με αντάλλαγμα μεδέν εις το πηλίκον ..
Ανίερες συμμαχίες ,και παραδοχές ένθερμες για τους πολέμους στη γειτονιά μας .
Ξαρματώσανε τα νησιά μας να ενισχύσουνε ένα παρανοϊκο Zelenski ,υποδεχτήκανε στη Βουλή των Ελλήνων τα Τάγματα τα δρεπανηφορα του Αζοφ.
Όχι άλλο Θεέ μου ,ενόσω κι η κυβέρνηση της Αμερικής πουχει κανοναρχησει καμμία εικοσαριά πολέμους στα πέρατα της Οικουμένης,να στέλνει ένα φαρμακερό ραπόρτο ,από το Στρειτ Ντηπάρτμεντ ,ξηλώνοντας όλα τα ψεύτικα αφηγήματα της παρούσης Κυβέρνησης,ένα προς ένα .Για τη διαφθορά του Κράτους ,των θεσμών ,την Αστυνομοκρατια ,στα Πανεπιστήμια ,ακόμα και να παρατάσει διμοιρίες των ΜΑΤ ,αντίκρυ σε διαδηλωτές ενάντια στο κουκούλωμα του εγκλήματος στα Τεμπη ,στην δήθεν ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. ,ενόσω τα ιδιωτικα καναλια να κελαηδάνε ολημερίς το πλαστό αφήγημα .
Ένα μέλος αυτής της οικογένειας ,τέως υπουργός,με βαρειά καρέκλα στο Ευρωπαϊκό κοινοβουλιο ,Αντιπρόεδρος του Στέ ,Κοινοβουλευτική συνελευση του Συμβουλίου της Ευρώπης ,να εισηγείται και να υπερψηφίζετε ι η πρόταση ,ώστε το ψευδοκράτος του Κόσσοβου να γίνει πλήρες μέλος στο Συμβουλιο.ΩΣΤΕ κάποια στιγμή αυτο το μόρφωμα να αναγνωριστεί ως Κράτος .
Ώστε δια χειρός της εν λόγω πολιτικού μας ,να ανοίγει κερκόπορτα για την αναγνώριση του ψευδοκράτους στην Κυπρο.Ο μεγάλος Βεζύρης Στη Τουρκία ,ο Ερντογαν καιροφυλαχτει ,ο θεός να να μας βγάλει ψεύτες ,μη σώσουμε και το ζήσουμε κι αυτο .
Υποκλοπές ,με μοτίβο και εμπλοκή των Αρχών ,καραμπινάτες καταγγελίες στην Εθνική αρχή διαφάνειας ,στη Γενικη διεύθυνση της Μοναδας οικονομικου εγκλήματος ,να κουκουλώνονται και να πετιούνται στα αραχλιασμενα συρτάρια του παρακράτους ….}
…όχι Θεέ μου ,δεν ειναι αυτή η δικιά μας Χωρα.
Δυτικά του χωριού μου ,ελεύθερα τ άγριο πουλια κάνουνε περάσματα στα ανθισμένα Αμπελια,κι ο ουρανός κίτρινο πορτοκαλις από το κουρνιαχτό της Σαχάρας .
Κάτι όμως πρέπει να γίνεται στα χιλιάδες μοναστήρια και τις εκκλησιες μας ,όπου οι πιστοί ανάβουνε ένα κερακι,αυτές τις Άγιες Μέρες ,κάτι γίνεται ανήμερα του Πάσχα που κοντοζυγώνει .Ισως οι ικεσίες μας να πιάσουν τόπο να σωθεί η Χώρα μας από τους τυχοδιώχτες πολιτικαντηδες ,παντός χρώματος και Σημαίας ,υπάρχουνε δα κι εξαιρέσεις ,μα ποιος τους αφουγκράζεται σε μια άδεια βουλη των Ελλήνων .
Παρακαλούμε το Μεγαλοδύναμο ,να σύρουνε τα κλοπιμαία και να φύγουν από τη Χωρα,οτι κάποιος Εισαγγελέας από τη λεβεντογέννα Κρητη ,θα τους αρπάξει από το σβέρκο να τους α ρωτήσει: … πουθε κατοικείς ,πως ονoμαζεσαι και τι επαγγέλλεσαι
Λέω το λοιπόν ,πριχου αποσώσω το αφήγημα του γυρισμου ,στα πατρογονικά λημέρια ,να ανηφορίσω κατα το Μοναστήρι ,του Οσιου Λουκα, οπου ο Ιερωνυμος ,τότες ηγούμενος , άφησε μια βαρειά παρακαταθήκη σε όσους τον διαδέχθηκαν ,ίσαμε τα τώρα ,να εξομολογηθώ για όσες μύριες κακές σκέψεις καμνω ,και κριμα να μην εχω ,για το κατάντημα της Αγαπημένης μας Πατρίδας
Τασος Βουτσας
Συγγραφέας
Απριλης του 2024.