Σάββατο, 15 Μαρτίου, 2025

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Προκλητικός Σταϊνμάγερ θεωρεί λήξαν το θέμα των επανορθώσεων-Χρειάζεται να επισκεφτεί τη μαρτυρική Κάνδανο;

 

Ούτε καν τη διπλωματική ευπρέπεια δεν επέδειξε ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Β. Σταϊνμάγερ απαντώντας στην Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κ. Σακελλαροπούλου που έθεσε, και μάλιστα διακριτικά, το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων που εκκρεμεί από πλευράς Γερμανίας. Χωρίς περιστροφές και διπλωματικές αβρότητες, ο άλλοτε υπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεων Μέρκελ-Σόιμπλε ξέκοψε κάθε περιθώριο συζήτησης, λέγοντας “για εμάς το θέμα έχει νομικά κλείσει”…

“Οι νομικές μας θέσεις επί του ζητήματος των επανορθώσεων διαφέρει και το γνωρίζετε. Εμείς είμαστε της άποψης ότι νομικά αυτό το θέμα θεωρείται λήξαν. Ωστόσο, παραμένουμε δεσμευμένοι απέναντι στην ιστορική μας ευθύνη, όχι μόνο αναφορικά με τη Θεσσαλονίκη, αλλά και αλλού. Αυτός ήταν και ο λόγος που με ώθησε να έρθω σε επαφή με τους εναπομείναντες στη Θεσσαλονίκη, με την εβραϊκή κοινότητα και να συζητήσουμε πώς θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ένα μνημείο για τη μνήμη των ανθρώπων που χάθηκαν” είπε ο Γερμανός Πρόεδρος.

Η πάγια γερμανική γραμμή και η νομική επιχειρηματολογία Παυλόπουλου

Ο Βάλτερ Σταϊνμάγερ οχυρώθηκε στη διαχρονική γερμανική γραμμή πως η Συνθήκη του Λονδίνου (1952-1953) και τελεσίδικα η Συνθήκη των “2+4” του 1990 με την οποία επανενώθηκε η Γερμανία “έκλεισαν” το ζήτημα της υποχρέωσης της να καταβάλει αποζημιώσεις για τα εγκλήματα των ναζί. Ωστόσο ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαντά με νομική επιχειρηματολογία ότι αντιθέτως το θέμα δεν έχει κλείσει απλά αλλά είναι απόλυτα ενεργό. Μόλις προ ημερών, στο πλαίσιο εκδήλωσης σε μια από τις δεκάδες μαρτυρικές περιοχές της χώρας μας από τη ναζιστική θηριωδία, στον Καταρράκτη Τζουμέρκων, ο κ. Παυλόπουλος τόνισε:

“Υπενθυμίζω τις βασικές μας θέσεις -που είναι και Εθνικές μας Θέσεις, αφότου συντελέσθηκαν τα εγκλήματα της ναζιστικής θηριωδίας κατά της Ελλάδας και του Ελληνικού Λαού- ως προς τις ως άνω αξιώσεις μας. Διευκρινίζεται, ευθύς εξ αρχής, ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς διαφορετικά, από νομική έποψη, θέματα. Ήτοι:

Πρώτον, με το κατοχικό δάνειο προς την Γερμανία, το οποίο συνήφθη υποχρεωτικώς –ορθότερα με καταναγκαστικό και εκβιαστικό τρόπο- μεταξύ της εγκάθετης κατοχικής κυβέρνησης και της Γερμανίας, προς συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Εδώ πρόκειται, λοιπόν, από νομική σκοπιά για «ενοχή εκ συμβάσεως». Άρα, η αντίστοιχη εκ της συμβάσεως απαίτηση της Ελλάδας είναι ενδοσυμβατικής -και όχι αδικοπρακτικής- προέλευσης.

 

α) Σε αυτήν την απαίτηση προστίθενται ποσά, τα οποία προκύπτουν από συναφείς προς την δανειακή σύμβαση αιτίες, όπως είναι ιδίως οι τόκοι υπερημερίας λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης.

 

β) Για την απαίτηση αυτή δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής ούτε θέμα παραίτησης. Τίθεται μόνο ζήτημα συνολικού υπολογισμού της έως σήμερα. Ας σημειωθεί ότι η Ελληνική θέση γίνεται νομικώς τόσο περισσότερο ισχυρή, όσον η αποπληρωμή του δανείου είχε αρχίσει ήδη από την κατοχική περίοδο.

 

Και, δεύτερον, με τις αποζημιώσεις λόγω ανθρώπινων θυμάτων και υλικών καταστροφών στην Ελλάδα από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.

 

α) Επισημαίνεται, πριν απ’ όλα, ότι το 1946, στην Διάσκεψη των Παρισίων, είχε προσδιορισθεί ένα –κατά προσέγγιση- ποσό τέτοιων αποζημιώσεων προς την Ελλάδα ύψους 7,5 δισ. δολαρίων. Κυρίως δε επισημαίνεται μ’ έμφαση ότι το 1953, με την Συμφωνία του Λονδίνου, δεν «χαρίσθηκαν» στην Γερμανία οι οφειλές της λόγω πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η γερμανική πλευρά «τεχνηέντως» φαίνεται να διατείνεται.

 

Η Συμφωνία αυτή απλώς έθεσε «σε αδράνεια» τις οφειλές της Γερμανίας έως την υπογραφή, κατά το Διεθνές Δίκαιο (Δίκαιο του Πολέμου), «Συμφώνου Ειρήνης» μεταξύ της τελευταίας και των Δυνάμεων που νίκησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται νομικώς για ένα είδος lato sensu «αναβλητικής αίρεσης» σχετικά με την εξόφληση των υποχρεώσεων της Γερμανίας, επειδή τότε θεωρήθηκε ότι αυτή δεν διέθετε –πρωτίστως λόγω της διαίρεσής της σε Δυτική και Ανατολική- την κατά το Διεθνές Δίκαιο απαιτούμενη πολιτειακή υπόσταση για ανάληψη και εκπλήρωση συναφών υποχρεώσεων.

Τούτο – ήτοι η ικανότητα σύναψης «Συμφώνου Ειρήνης»- επήλθε το 1990. Όταν, μετά την επανένωση της Γερμανίας, η τελευταία απέκτησε ενιαία, νομικώς, πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία. Ειδικότερα, το 1990 υπογράφηκε το λεγόμενο «Σύμφωνο 2 + 4» μεταξύ της ενωμένης πλέον Γερμανίας και ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλίας.

Γίνεται δε σήμερα, γενικώς και επισήμως, δεκτό –de facto δε το έχει αποδεχθεί και η Γερμανία, αφού στην βάση αυτή στηρίζει την εν γένει κυριαρχία της- ότι το ως άνω Σύμφωνο επέχει την θέση του «Συμφώνου Ειρήνης» το οποίο προέβλεπε, κατά το Διεθνές Δίκαιο, η προαναφερόμενη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Και τούτο διότι μόνον έκτοτε η Γερμανία μπορούσε να υπογράψει ένα τέτοιο «Σύμφωνο», δεδομένου ότι μόνο τότε, κατά τ’ ανωτέρω, απέκτησε την ενότητά της και την ενιαία κυριαρχία της μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το «Σύμφωνο 2 + 4» καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά και γενικότητάς του, και τα μη συμβαλλόμενα πλην όμως «παθόντα» από την γερμανική κατοχή Κράτη, όπως η Ελλάδα. Είναι δηλαδή νομικό κείμενο γενικής εφαρμογής.

Η από Ελληνικής πλευράς νομική βάση των αποζημιωτικών απαιτήσεων κατά της Γερμανίας βρίσκει σταθερό έρεισμα κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 3 της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907, οι οποίες κωδικοποίησαν και τις έως τότε διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου.

Κατά τις διατάξεις αυτές: «Ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται, αν συντρέχει λόγος, εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος δια πάσας τας πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως». Επέκεινα, οι διατάξεις των άρθρων 46 και 47 του «Κανονισμού Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην ξηρά», ο οποίος είναι προσαρτημένος στην Δ΄ Σύμβαση της Χάγης του 1907, καθιερώνουν και τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου του Πολέμου. Ήτοι τις αρχές της προστασίας του σεβασμού του Ανθρώπου και της ατομικής ιδιοκτησίας.

Όλες αυτές τις αρχές επικαιροποίησε η απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, το 1946. Αυτό είχε αποδεχθεί, έναντι της Ελληνικής Κυβέρνησης -επισήμως, το 1965- ο τότε Καγκελάριος Λούντβιχ Έρχαρτ. Ο ίδιος δε είχε μιλήσει για επανορθώσεις ύψους 500 εκ. γερμανικών μάρκων.

 

Από τα όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι οι ως άνω αξιώσεις μας, από τις οποίες ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο έχουμε παραιτηθεί, είναι πάντα νομικώς ενεργές –πράγμα που σημαίνει ότι δεν τίθεται κανένα θέμα παραγραφής- και δικαστικώς επιδιώξιμες. Η θέση αυτή είναι, κυριολεκτικώς, Εθνική και, κατά συνέπεια, μη διαπραγματεύσιμη.”

Να μην επισκεφτεί την Κάνδανο

Με τις γερμανικές θέσεις να είναι αμετακίνητες, απέναντι στις διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες αλλά και στην ηθική πλευρά του ζητήματος, η επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου στην Κάνδανου είναι υποκριτική και ως εκ τούτου αχρείαστη.