Του Διαμαντή Σεϊτανίδη
- Σε περιδίνηση διαρκείας έχει περιέλθει η κυβέρνηση, η οποία εμφανώς πλέον
αδυνατεί να σταματήσει -πολλώ δε μάλλον να αναστρέψει- την δημοσκοπική και
πολιτική φθορά που υφίσταται επί πολλούς μήνες.
Το επιτελείο Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου προσπαθεί να αντιληφθεί τους
λόγους που έχουν οδηγήσει τη Νέα Δημοκρατία σε μια διαρκή, δραματική
υποχώρηση στις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος, σε απανωτές επικοινωνιακές
ήττες, στη μονοπώληση του δημόσιου διαλόγου από το θέμα του δυστυχήματος
στα Τέμπη και τις κυβερνητικές αστοχίες, και καταλαβαίνει ότι μπροστά του έχει
ένα «βουνό» να ανέβει, αφού στις πολλές και δυσάρεστες γι αυτήν εξελίξεις στο
εσωτερικό της χώρας, συμβαίνουν τεράστιες αλλαγές στη διεθνή σκηνή για τις
οποίες ούτε προετοιμασμένη ήταν, ούτε έχει βρει τρόπο να τις διαχειριστεί.
Σήμερα ο πρωθυπουργός έχει ούτε ένα, ούτε δυο, αλλά τουλάχιστον επτά μέτωπα
που τον απειλούν και για τα οποία δεν δείχνει έτοιμος να αντιδράσει. Ειδικότερα ο
Κυριάκος Μητσοτάκης φοβάται:
1 Τις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου που κήρυξε ο Τραμπ: Οι διεθνείς
εξελίξεις δείχνουν ότι στους επόμενους μήνες θα υπάρξει σημαντική υποχώρηση
(και) της ευρωπαϊκής οικονομίας, συνεπώς και της δικής μας, κάτι που σημαίνει ότι
οι προσπάθειες της κυβέρνησης για ένα νέο γύρο παροχολογίας με επίκεντρο τη
Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, είναι τουλάχιστον προβληματικές, αν όχι αδύνατες.
Ήδη ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης περίπου ομολόγησε αυτές τις
δυσκολίες στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, όπου είπε ότι θα
είναι ιδιαίτερα προσεκτικός το επόμενο διάστημα με τη δημοσιονομική πολιτική. Κι
όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…
2 Τις προνομιακές σχέσεις Τραμπ- Ερντογάν: Η πολιτική προσέγγισης με την
Τουρκία την οποία πιστεύει και προσπαθεί να εφαρμόσει ο κ. Μητσοτάκης, κάθε
τόσο και λιγάκι «βρίσκει τοίχο» στις αναθεωρητικές και μικρομέγαλες
φαντασιώσεις της Άγκυρας, που θέλει, λέει, να γίνει περιφερειακή δύναμη, να
μετέχει σε κάθε προσπάθεια αξιοποίησης υποθαλάσσιων πρώτων υλών σε Αιγαίο
και Ανατολική Μεσόγειο και άλλα τέτοια. Το θέμα είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση
«πόνταρε» στις στενές σχέσεις με τον Μάικ Πομπέο, που όμως ο Τραμπ άφησε
εκτός κυβέρνησης. Η κυβέρνηση έχει ,βέβαια, στενή συνεργασία με τον
πρωθυπουργό του Ισραήλ Νετανιάχου, ο οποίος αποτελεί προνομιακό συνομιλητή
του Τραμπ, δηλαδή η σχέση της με τον Λευκό Οίκο είναι έμμεση, μέσω τρίτου.
Αντίθετα ο Ερντογάν έχει απευθείας, πολύ καλές προσωπικές σχέσεις με τον Τραμπ
κι αυτό φοβίζει την Αθήνα, αφού η Άγκυρα προσπαθεί να κερδίσει μια σειρά
παράλογων διεκδικήσεων, με τις πλάτες της Αμερικής.
3 Τη νέα ακρίβεια που θα φέρουν οι δασμοί: Αν κάτι είναι βέβαιο, αυτό είναι ότι ο
εμπορικός πόλεμος θα φέρει στους επόμενους μήνες αυξήσεις σε όλα, σχεδόν, τα
αγαθά, κυρίως δε σε αυτά που αποκαλούμε «βασικά» (τρόφιμα κλπ). Η Ελλάδα των
τελευταίων χρόνων, όμως, έχει δοκιμαστεί σκληρά από το τέρας της ακρίβειας, μετην κυβέρνηση να είναι ανίκανη να το τιθασεύσει και τους πολίτες να έχουν φτάσει
στα όριά τους και να θεωρούν τη συνεχή αύξηση των τιμών ως έναν από τους
βασικούς λόγους που εγκαταλείπουν το κυβερνών κόμμα. Ένας νέος γύρος
ανατιμήσεων λόγω των δασμών Τραμπ, θα αποδοθούν και πάλι στην αδυναμία της
κυβέρνησης να καταπολεμήσει την ακρίβεια, με οδυνηρά αποτελέσματα στις
προσεχείς δημοσκοπήσεις.
4 Τους εξοργισμένους βουλευτές που δεν υπουργοποιήθηκαν στον
ανασχηματισμό: Η εξέγερση των βουλευτών και ο διαχωρισμός τους, όπως είπε ο
βουλευτής Δωδεκανήσων Βασίλης Υψηλάντης στη συνεδρίαση της
Κοινοβουλευτικής Ομάδας, σε «εμίρηδες» που απολαμβάνουν τα αγαθά της
εξουσίας, δηλαδή τους υπουργούς και το περιβάλλον του Μαξίμου, και σε
«κακομοίρηδες» που μαζεύουν ψήφους για τους πρώτους, δηλαδή τους βουλευτές
που δεν υπουργοποιούνται όπως ο ίδιος, δημιουργεί φαινόμενα αποσυσπείρωσης
του μεσαίου στελεχιακού δυναμικού της Κεντροδεξιάς, με πολύ δυσάρεστα
αποτελέσματα για τη μείωση της πολιτικής επιρροής της Νέας Δημοκρατίας, ακόμα
και σε ακροατήρια που ανέκαθεν ήταν φιλικά προς το κυβερνών κόμμα.
5 Τους πολλούς «εμφυλίους» ακόμα και μεταξύ υπουργών: Οι δημόσιες
διαφοροποιήσεις του Άδωνι Γεωργιάδη και του Βασίλη Κικίλια, είναι απλώς η
κορυφή του παγόβουνου. Το Μαξίμου είναι αντιμέτωπο με αναρίθμητους
«εμφύλιους» εντός των υπουργείων, με υπουργούς να ανταγωνίζονται τους
υφυπουργούς τους, να μην μιλούν μεταξύ τους και το ένα πρόσωπο να λειτουργεί
υπονομευτικά για το άλλο. Κι ο τελευταίος ανασχηματισμός έγινε μόλις πριν λίγες
μέρες…
6 Τα Μέσα Ενημέρωσης που ασκούν αυστηρή κριτική στις κυβερνητικές
αδυναμίες: Τα πρώτα πέντε χρόνια η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε καταφέρει να έχει
μια επικοινωνιακή υπεροπλία στα Μέσα Ενημέρωσης, που δύσκολα μπορούμε να
βρούμε σε άλλη κυβέρνηση, ιδιαίτερα της Νέας Δημοκρατίας στο παρελθόν. Αυτή η
στήριξη ήταν αντανάκλαση της θετικής αποδοχής που είχε, σε γενικές γραμμές, και
των προσδοκιών που έντεχνα εξέτρεφε, η παράταξη που κυβερνά τον τόπο.
Ωστόσο, η πολιτική της και οι υστερήσεις της στην διαχείριση των προβλημάτων της
κοινωνίας, στρέφουν τους πολίτες απέναντι στην κυβερνώσα παράταξη και το
σύστημα εξουσίας του Μαξίμου. Αυτό με τη σειρά του φέρνει και αλλαγή στάσης
πολλών Μέσων Ενημέρωσης, που «διαβάζουν» την κοινωνία πολύ καλύτερα από τα
κόμματα, με αποτέλεσμα να στενεύουν τα περιθώρια πρόσβασης του πολιτικού
μηνύματος της κυβέρνησης στους πολίτες. Δηλαδή ήταν κακό το κλήμα, το έφαγε κι
ο γάιδαρος, όπως λέει ο λαός μας…
7 Την οριστική αποξένωση της μεσαίας τάξης από τις κυβερνητικές πρακτικές:
Κάτι οι υποκλοπές, κάτι η χείριστη επικοινωνιακή διαχείριση του δυστυχήματος των
Τεμπών, κάτι οι κυβερνητικές ολιγωρίες για τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό του
ελληνικού σιδηρόδρομου, κάτι τα σοβαρά προβλήματα στο κράτος δικαίου, κάτι το
ένα, κάτι το άλλο, έχουν οδηγήσει τη μεσσία τάξη, που παραδοσιακά και
διαχρονικά, εκτός εξαιρέσεων, αποτέλεσε τον πυλώνα της στήριξης της Νέας
Δημοκρατίας από την κοινωνία, να κρατάει όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις από την κυβέρνηση και το σημερινό σύστημα εξουσίας. Κι αυτή είναι μια πορεία που
έχει οδηγήσει τη Νέα Δημοκρατία από το 41% των τελευταίων βουλευτικών
εκλογών, σε δημοσκοπικά ποσοστά του 23%.
Όλα αυτά δημιουργούν συνθήκες πολιτικού αδιεξόδου για την κυβέρνηση της Νέας
Δημοκρατίας και γεννούν νέες πολιτικές συνθήκες χωρίς το κυβερνών κόμμα να
είναι το πολιτικά κυρίαρχο και αυτό που καθορίζει τις εξελίξεις, όπως γινόταν τα
τελευταία έξι χρόνια. Με άλλα λόγια, η διαρκής αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας να
διαχειριστεί ικανοποιητικά τη συγκυρία, την ωθεί αργά αλλά σταθερά όλο και
μακρύτερα από το επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων.