Κυριακή, 16 Μαρτίου, 2025

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Κώστας Λάβδας: Ο Ερντογάν πετάει το γάντι

Του Κώστα Α. Λάβδα*

Η συμβολή του «ήπιου κλίματος» στην εξέλιξη της πραγματικής ατζέντας των ελληνοτουρκικών σχέσεων παραμένει γρίφος. Σε κάθε περίπτωση, τα ελληνοτουρκικά δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από το ανοικτό τραύμα της Κύπρου, όσο και αν το εύχονται κάποιοι.

Μια νέα υπενθύμιση ήλθε με τις πρόσφατες δηλώσεις του Ερντογάν για την Κύπρο. Απευθυνόμενος σε αξιωματικούς σε δείπνο στις 17 Μαρτίου, ο Τούρκος πρόεδρος προχώρησε πέραν της συνεχιζόμενης και εν πολλοίς αναμενόμενης υπεράσπισης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, δηλώνοντας απερίφραστα ότι εάν οι τουρκικές δυνάμεις είχαν κινηθεί νοτιότερα το 1974, τότε η Κύπρος πιθανότατα θα ήταν σήμερα ολόκληρη τουρκική.

Με δυο λόγια, ο Ερντογάν πετάει το γάντι. Αυτό καθιστά τις επαφές κορυφής ακόμη πιο δύσκολες και αμφιλεγόμενες. Είναι δυνατόν να αποδεχθεί επί της ουσίας η ελληνική πλευρά το διαχωρισμό ελληνοτουρκικών (ήπιο κλίμα) και κυπριακού (ξεχωριστό πεδίο, βλέποντας και κάνοντας) και μάλιστα σε επίπεδο ηγετών; Όμως το πρόβλημα είναι γενικότερο. Με δυο λόγια, η εμπλοκή της Ελλάδας στη στρατηγική της υποτιθέμενης επανένταξης της Τουρκίας στο δυτικό σχεδιασμό αποτελεί μείζονος σημασίας πρόκληση για την ελληνική πλευρά.

Το γεγονός και μόνον ότι η Αθήνα αποδέχθηκε την ανάληψη μέρους του βάρους για την υποτιθέμενη επιστροφή του άσωτου υιού, αποκαλύπτει την απουσία εθνικής στρατηγικής απέναντι στον αναθεωρητισμό της Άγκυρας. Στην πραγματικότητα, η Αθήνα κινείται ακόμη στο πνεύμα του Ελσίνκι που όμως δεν υφίσταται εν τοις πράγμασι.

Με δυο λόγια, η Ελλάδα θα έπρεπε να κινείται ήδη σε πολλά επίπεδα και συστηματικά σε εντελώς άλλη κατεύθυνση σε σχέση με την Τουρκία. Η Αθήνα θα όφειλε να επιδιώκει τη διαμόρφωση ενός νέου καθεστώτος σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας. Ενός ειδικού καθεστώτος πού, όπως εξηγώ από την περασμένη δεκαετία, εγκαταλείπει εντελώς την δήθεν ενταξιακή πορεία και εκτείνεται, ως ειδικό καθεστώς, πέραν της τελωνειακής ένωσης ώστε να περιλαμβάνει πεδία όπως το μεταναστευτικό, τις πρακτικές καλής γειτονίας και το συντονισμό σε ζητήματα ασφάλειας, μαζί με ρήτρες κυρώσεων. Αντ’ αυτών, η Ελλάδα εμφανίζεται να εξακολουθεί να υποστηρίζει τον αναχρονισμό της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας.

Στην παρούσα συγκυρία, αντί να συζητάμε τα «αναβαθμισμένα» Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που ενδιαφέρουν πρωτίστως την Άγκυρα και εξυπηρετούν τους σκοπούς της, η Ελλάδα θα πρέπει να διαμορφώσει ένα διπλωματικό πεδίο πιέσεων. Η Άγκυρα θα πρέπει να πιεστεί για ορισμένους άμεσους στόχους, ενώ η μακροπρόθεσμη σχέση βρίσκεται υπό διαμόρφωση και θα εξαρτηθεί, εν πολλοίς, από την Τουρκία. Όμως άμεσα, η Άγκυρα θα πρέπει να πιεστεί, πρώτον, ώστε να κάνει μια απτή χειρονομία καλής θέλησης προς την Ελλάδα, όπως θα ήταν η άρση από την Εθνοσυνέλευση του casus belli.

Δεύτερον, εφόσον εξακολουθεί να δηλώνει ότι την ενδιαφέρει η ΕΕ, να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις, έχοντας αναγνωρίσει πλήρως και την Κυπριακή Δημοκρατία, για τη διαμόρφωση ενός ειδικού καθεστώτος σχέσεων με την ΕΕ. Τρίτον, να εγκαταλείψει την εμμονή στη λύση των δυο κρατών ως προϋπόθεση περαιτέρω συζήτησης για την Κύπρο.

Είναι εύκολοι στόχοι; Κατά κανένα τρόπο. Είναι όμως στόχοι άμεσοι, σημαντικοί και πραγματικοί, με τους οποίους θα πρέπει να αναμετρηθεί το πολιτικό, διπλωματικό και τεχνοκρατικό προσωπικό της χώρας.

Η μεγάλη εικόνα

Αφήνοντας στην άκρη το κρίσιμο ερώτημα για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών του Νοεμβρίου, είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ ήθελαν και εξακολουθούν να θέλουν την ΕΕ σε ρόλο περιφερειακού σταθεροποιητή στην ευρωπαϊκή πλευρά της Ευρασίας. Αυτό είναι λογικό και ενδεχομένως (υπό προϋποθέσεις) επιβεβλημένο, αλλά όχι με εργαλείο τις συνεχείς διευρύνσεις προς κάθε κατεύθυνση. Δυστυχώς η εμμονή στον ρόλο της ΕΕ ως περιφερειακού σταθεροποιητή μέσω διευρύνσεων (και όχι μέσων σχημάτων βοήθειας αλλά και ειδικών καθεστώτων σύνδεσης, όπως θα ήταν προσφορότερο) παραμένει ισχυρή. Και είναι μια εμμονή που – αντίθετα με τις διαβεβαιώσεις πολλών παρατηρητών – καταστρέφει σταδιακά τις πιθανότητες για εμβάθυνση της ενοποίησης.

Όταν το Παρίσι, πριν την μοιραία εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, σοφά και με οξυδέρκεια υποστήριζε αντίστοιχες θέσεις, η Αθήνα παρίστανε ότι δεν αντιλαμβάνεται ή, εν πάση περιπτώσει, ακολουθούσε την φαινομενικά εύκολη πεπατημένη της «πολιτικής διεύρυνσης της ΕΕ». Τώρα το τοπίο είναι βέβαια περισσότερο σύνθετο αλλά η Αθήνα ούτως ή άλλως παραμένει σε πορεία που στερείται ρεαλιστικής πυξίδας.

Από τον Φεβρουάριο 2022 και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Άγκυρα είδε στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο ένα παράθυρο ευκαιρίας για την άμεση ενίσχυση του ρόλου της. Αντίθετα με το αφελές αφήγημα που περιέργως κυριάρχησε στην ελληνική δημοσιότητα το 2022, η Τουρκία δεν περιμένει εναγωνίως να διαπιστώσει εάν η αναθεωρητική Ρωσία θα ηττηθεί, ώστε να πάρει τα μαθήματά της. Κάθε άλλο. Στην πραγματικότητα, η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η καταδίκη της ρωσικής εισβολής, συνεπάγεται την απόκρουση και των άλλων αναθεωρητικών εγχειρημάτων είναι ανάξια σοβαρού αντιλόγου. Πρώτον, διότι προϋποθέτει συναίνεση μεταξύ των κρίσιμων διεθνών δρώντων ως προς το τι πράγματι συνιστά, κάθε φορά και σε κάθε περίπτωση, αναθεωρητισμό. Και δεύτερον, διότι στον πλανήτη τα κλισέ περισσεύουν όπως και τα προ-σχήματα: οι αναθεωρητικοί δρώντες είναι πολλοί, οι διεθνείς αντιδράσεις λίγες και συγκεκριμένες.

Εδώ πρέπει να θυμηθούμε ξανά την αναλυτική διάκριση μεταξύ δυνάμεων που στηρίζουν την υπάρχουσα τάξη (status quo powers), δυνάμεων που επιδιώκουν την μεταρρύθμισή της μέσω διαλόγου (reformist powers) και δυνάμεων αναθεωρητικών οι οποίες εστιάζονται στην αλλαγή ανεξαρτήτως μεθόδου (revisionist powers). Η διάκριση είναι κυρίως αναλυτική, στο μέτρο που σπάνια μια δύναμη θα αυτοχαρακτηριστεί «αναθεωρητική». Όμως συχνά ξεχνάμε ότι η διάκριση αυτή αποτελεί και μέρος του οπλοστασίου στο πεδίο του διεθνούς πολιτικού λόγου και της πολιτικής αντιπαράθεσης που αλληλοεπιδρά με τις αποφάσεις και τις πράξεις (βλ. Κ. Λάβδας, Δ. Ξενάκης και Δ. Χρυσοχόου, επιμ.,  Κατευθύνσεις στη Μελέτη των Διεθνών Σχέσεων, Εκδόσεις Σιδέρη, 2010).

Είναι αναθεωρητική η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία; Οι περισσότεροι σήμερα θα συμφωνήσουμε χωρίς επιφυλάξεις. Ήταν αναθεωρητική η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ; Στην περίπτωση του Ιράκ, όχι μόνον η Ρωσία και η Κίνα αλλά και η Γαλλία και η Γερμανία, είχαν τότε διαχωρίσει τη θέση τους από τις ΗΠΑ. Είναι αναθεωρητική η σημερινή Τουρκία; Μήπως έχει μεταρρυθμιστικές και όχι αναθεωρητικές τάσεις; Κάποιοι υποστηρίζουμε συστηματικά ότι η Άγκυρα έχει αναθεωρητική πολιτική, αλλά ούτε καν εντός της Ελλάδας δεν υπάρχει συναίνεση επ’ αυτού.

Πάντως σήμερα αυτό που βλέπει η Άγκυρα στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι ευκαιρίες. Όσο η πολεμική φάση της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης παραμένει σε εξέλιξη, η Άγκυρα εξακολουθεί να βλέπει δυνατότητες για την Τουρκία. Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει για τον πόλεμο στη Γάζα. Για την Άγκυρα, οι εξελισσόμενες συγκρούσεις αποτελούν παράθυρα ευκαιρίας για την αναβάθμιση του συνολικού «πακέτου Τουρκία» στη Δύση. Η Τουρκία αναδιατάσσει το πλαίσιο των όρων παραμονής της στη Δύση, σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία: άρση κυρώσεων (για όσους βέβαια θυμούνται τη συζήτηση για κυρώσεις στην Τουρκία), επανέναρξη εξοπλισμών, απόδοση του όρου «τρομοκρατία» κατά το δοκούν, χτύπημα των Κούρδων, ρόλος στη Συρία, καταδίωξη αντικαθεστωτικών, επιβεβαίωση της εμμονής στη «Γαλάζια πατρίδα», όλα αυτά αποτελούν όψεις του «πακέτου Τουρκία», το οποίο η Δύση – με τη συνδρομή της Ελλάδας – καλείται να αποδεχτεί με οριακές τροποποιήσεις.

Τι μέλλει γενέσθαι; Τρία θα είναι τα κρίσιμα στοιχεία για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο νέο περιφερειακό και παγκόσμιο πλαίσιο: ισορροπία ισχύος, συγκυρίες, συμμαχίες. Το πρώτο επιτέλους επιχειρούμε, έστω με προβλήματα, να το διορθώσουμε. Το δεύτερο δεν μπορούμε να το επηρεάσουμε σε καθοριστικό βαθμό. Ως προς το τρίτο; Για πολλούς, διακριτούς και συχνά διαφορετικούς λόγους, οι διμερείς, τριμερείς και πολυμερείς συμμαχίες και συνεργασίες είναι το μέλλον για την Ελλάδα, καθώς εξακολουθεί, αυτονοήτως, την ασφαλή πορεία της εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Και αναφέρομαι σε συμμαχίες και συνεργασίες εντός αλλά και εκτός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Από τη Γαλλία και την Αυστρία μέχρι την Ινδία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αθήνα, όπως υποστηρίζω από χρόνια, οφείλει να διευρύνει τις προοπτικές της σε ένα κόσμο ο οποίος κινείται σε υβριδική αλλά σαφή πορεία προς ένα πολυπολικό και πολυκεντρικό διεθνές σύστημα. Πρόκειται για ένα σύστημα με λίγους (αλλά σαφώς περισσότερους από δυο) πόλους και πολύ περισσότερα κέντρα που ισορροπούν εντός ή και μεταξύ των πόλων. Σε αυτό το υπό διαμόρφωση σύστημα, η Τουρκία σκοπεύει να αποτελέσει ένα κέντρο που δεν θα ταυτίζεται με κανέναν από τους τρεις ή τέσσερις υπό διαμόρφωση πόλους. Η Ελλάδα σε τι ακριβώς σκοπεύει, πέρα από την επιβίωση και τον επιλεκτικό πλουτισμό σε ήπιο κλίμα;

 

*  Καθηγητής και Διευθυντής των Μεταπτυχιακών Σπουδών στις Διεθνείς Σχέσεις και τις Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και Καθηγητής της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy της Μασαχουσέτης.