Τρίτη, 1 Απριλίου, 2025

Top 5 άρθρα

Σχετικά άρθρα

Ιωάννης Βογιατζής: “Γράφουμε γιατί μάλλον πιο πολύ από την κοινή πίστη μάς συνδέει η κοινή μας άγνοια”

Συνέντευξη στον Κώστα Παππά

 

Αν κάποιος επιχειρούσε να χαρακτηρίσει ως άνθρωπο τον συγγραφέα και ποιητή Ιωάννη Βογιατζή θα χρησιμοποιούσε θαρρώ  με μεγάλη άνεση τα επίθετα πολυγραφότατος, ζεστός, επικοινωνιακός,  χειμαρρώδης, ανοικτός, ευαίσθητος , πρωτότυπος,  αλλά και τις φράσεις άνθρωπος της σκέψης, μακριά από τη ρηχότητα. Κοινοτοπίες προλόγων ; Καθόλου. Αρκεί κάποιος να γνωρίσει τον συγγραφέα για να βεβαιωθεί για του λόγου το ασφαλές.

Ο Ιωάννης Βογιατζής είναι εκπαιδευτικός στο λειτούργημα  με όλη την σημασία της λέξης. Το αναφέρω αυτό γιατί πριν από λίγες εβδομάδες μου έκανε την τιμή να με προσκαλέσει στην παρουσίαση του νέου του βιβλίου : “Εκθέσεις στον ήλιο” και έμεινα εντυπωσιασμένος  από το γεγονός οτι η αίθουσα γέμισε από παλιούς μαθητές και μαθήτριες του που ήρθαν, κάποιοι και από μακριά, για να τιμήσουν τον δάσκαλό τους. Σκέφτηκα τότε οτι πέρα από το συγγραφικό αξιόλογο έργο του, που καταπιάνεται μεταξύ άλλων  με το σινεμά και την επίδραση της θεολογίας σε αυτό, όπως τα πολύ εμπνευσμένα βιβλία του “Η Εκκλησία πάει σινεμά” και “Sci- Fi και θεολογία”, οτι έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που τίμησε την αποστολή του δασκάλου και ως αντίδωρο λαμβάνει σήμερα την αγάπη των μαθητών του.

Τα βιβλία του πραγματικά εμπνευσμένα, πρωτότυπα με φρέσκια ματιά, που δεν σβήνει στα ρηχά της απλοϊκότητας, αλλά με  τρόπο απλό και φιλόξενο καθιστούν τον αναγνώστη κοινωνό μιας οπτικής του καιρού του δοσμένη όμως μέσα από έναν δρόμο άλλο. Σε μια εποχή που γύρω μας κυκλοφορεί  πολύ άρλεκιν και βιβλία που έχουν ως μοναδικό στόχο να εντυπωσιάσουν συναισθηματικά  και να χαϊδέψουν αυτιά, συγγραφείς του ήθους και του επιπέδου του Ιωάννη Βογιατζή θα έπρεπε να εφευρεθούν αν δεν υπήρχαν. Σίγουρα υπάρχουν και άλλοι και όλοι αυτοί μαζί που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία αποτελούν λίπασμα στη γη της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής.

Σε ότι αφορά το βιβλίο “Εκθέσεις στον ήλιο” , το οποίο στάθηκε και η αφορμή για αυτή τη συνέντευξη, έχουμε να κάνουμε με μια βιωματική αναφορά περιστατικών της ζωής του συγγραφέα δοσμένα με  μετριοπάθεια, χιούμορ και ζωντάνια. Ανασύρει λοιπόν πρόσωπα και προσωπικότητες από το παρελθόν του, τους δίνει την απαραίτητη περπατησιά για να γίνουν ήρωες ενός βιβλίου και καταγράφει στοιχεία μιας άλλης εποχής, όχι πολύ μακρινής,  αλλά σίγουρα πιο ευαίσθητης, πιο ανθρώπινης ,όπως και η γραφίδα του Βογιατζή. Μέσα στο βιβλίο η ποιητική ματιά του είναι πάντα παρούσα, όπως επίσης και το αντάμωμα με την μεγάλη αγάπη του το σινεμά. Δύσκολα πράγματα αν δεν το έχεις…όπως πολύ όμορφα θα έλεγαν και οι μαθητές του και  ο Ιωάννης Βογιατζής σίγουρα… το έχει.

Αφιερώνει το βιβλίο του στους ανθρώπους που τον εμπιστεύτηκαν  σε αυτή την συγγραφική του διαδρομή τους 3 Γιώργηδες αλλά και στην πολυαγαπημένη του μητέρα Μόρφη που κοιμήθηκε πρόσφατα.

Ας τον διαβάσουμε λοιπόν μέσα από τη συνέντευξη που παραχώρησε στα epikaira.gr.

1) Κύριε Βογιατζή πείτε μας δύο λόγια εισαγωγικά για το νέο σας βιβλίο “Εκθέσεις στον ήλιο”; 

«Αρχικώς κε Παππά οφείλω να σάς ευχαριστήσω θερμά για τη φιλοξενία σας. Είναι θαρρώ ύψιστο στη βιωτή μας να μοιραζόμαστε ευαισθησίες και από το κοινό ποτήριο της αγάπης να συγκοινωνούμε αλήθειες.  Όσον αφορά το πρόσφατο βιβλίο μου «Εκθέσεις στον ήλιο» από τις εκδόσεις Αρμός αυτό ξεκίνησε να γράφεται στην περίοδο της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού. Μέσα στις συνθήκες του εγκλεισμού αναζήτησα στα βιβλία της βιβλιοθήκης μου μια δημιουργική διαφυγή, μια διέξοδο στα καταφύγια των προσωπικών μου αναζητήσεων. Εκεί μέσα στις σελίδες των αγαπημένων μου βιβλίων και συγγραφέων συνάντησα σε χειρόγραφες σημειώσεις και παραπομπές προσφιλή πρόσωπα του παρελθόντος, ξαναθυμήθηκα προσωπικές μου ιστορίες από τα μικράτα μου και ένιωσα τη σφοδρή επιθυμία όλους αυτούς που η μνήμη μου αγάπησε, να τους αναστήσω μέσα στις σελίδες μου, να τους βγάλω στο φως του ήλιου. Πιστεύω σε μια Τέχνη η οποία μπορεί να καθρεπτίζει και να γονιμοποιεί τις μνημόσυνες ευαισθησίες της καθημερινότητας, να ξεπερνάει τις συνήθειες μας, τον άμεσο χρόνο και να κατοικεί την αιωνιότητα.   Αυτές, λοιπόν, οι «Εκθέσεις στον ήλιο», αποτελούν μια ποιητική εξομολόγηση, «ὅλο ἦθος στοὺς ἀντίποδες τῆς ἠθικῆς», όπως συνηγορεί ο Οδυσσέας Ελύτης στη «Μαρία Νεφέλη».

2) Γιατί εκθέσεις και γιατί στον ήλιο;

«Γιατί μέσα στις διάφορες ιστορίες που συγκεντρώθηκαν σε αυτό το βιβλίο, μαρτυρούνται απόκρυφες πτυχές της προσωπικής μου πορείας και ως εκ τούτου αποκαλύπτεται «μιὰ σχέση ὑπεύθυνη, μιὰ πράξη ἐρωτικὴ ἀνάμεσά μας», όπως χαρακτηρίζει ὁ Μάνος Χατζιδάκις τα τραγούδια του, και αξιώνεται μια θρησκευτική κατάνυξη, μια άσκηση αθωότητας και συμπόνιας μπροστά στον κοινό μας πόνο. Μέσα από πραγματικά και μυθοπλαστικά περιστατικά εκτίθεται το πέρασμά μου στα σοκάκια της ιστορίας και η περιδιάβασή μου στα πεζοδρόμια μιας ποιητικής άφεσης ή καλύτερα μιας ποιητικής διακινδύνευσης στις απρόοπτες τροχιές του ανθρωπίνου Είναι. Εκτίθεμαι στα φιλήδονα βλέμματα των αναγνωστών μου άοπλος δίχως προφυλάξεις, γυμνός με μόνο ένδυμα τις λέξεις, παίζω διασκεδάζοντας τις αναμνήσεις μου μέσα από τα βιβλία που διάβασα και αγάπησα, τις ταινίες που είδα και λάτρεψα. Και «Εκθέσεις στον Ήλιο», είτε γιατί έτσι όλα εμφαίνονται, φωτίζονται και ζεσταίνονται από την αγάπη και τη συμπόνια ενός Ήλιου που μας αγγίζει και γεννιέται η Ποίηση, «ένας μεγάλος ήλιος πιο μεγάλος απ’ το φως» συμπληρώνει ο Γιώργος Σεφέρης και ο Νικηφόρος Βρεττάκος ανεπανάληπτα καταλήγει πως ακόμη και στον ήλιο μπορεί να βρεθεί «μια ιδέα σκόνης» κι έτσι, «το πιο καθαρό πράγμα λοιπόν της δημιουργίας δεν είναι ούτε ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τ’ άνθη. Είναι η αγάπη». Γι’ αυτήν την αγάπη την τόσο δυσεύρετη εκτίθεμαι, αυτήν απεγνωσμένα αναζητάω στον ήλιο!

3) Γνωρίζουμε την ιδιαίτερη ενασχόλησή σας με τον κινηματογράφο και θα έλεγε κανείς ότι κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου θα μπορούσε να είναι και ένα καρέ μιας ταινίας. Σε κρατάει σε εγρήγορση κάθε λεπτό, σε κάθε σελίδα.  Με ποιόν τρόπο οι αναμνήσεις σας συνομιλούν στο βιβλίο με το κινηματογραφικό σύμπαν;

«Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι μια σκηνή από την ταινία «Καζαμπλάνκα» τοῦ Μάικλ Κέρτιζ (1942). Την πρωτοείδα στον θερινό κινηματογράφο του Σάββα στο χωριό μου Νέα Πλάγια και μάλλον θα την είδα πριν πάω στο Γυμνάσιο. Νομίζω πως γεννήθηκα μέσα σε έναν Κινηματογράφο και μάλιστα θερινό, και με ένα Ποίημα μεγαλώνω. Στις ταινίες που στοιχειώνουν τα όνειρά μου και παρηγορούν τις ελπίδες, οι μνήμες μου βρίσκουν ιερό άσυλο, ώστε κατόπιν  αυτές οι εικόνες ή οι σκηνές από ταινίες να μεταπλαστούν σε στίχους. Οι κινηματογραφικοί μου ήρωες με έμαθαν «νὰ εἶμαι στὰ σκληρὰ ἐθισμένος». Και η Ποίηση πώς να επουλώνω πληγές! Οι μνήμες μου νομίζω πως πεζοπορούν παρέα με τους Δημιουργούς του Κινηματογράφου και χορεύουν μαζί με τους Ποιητές στον συμπαντικό ρυθμό της μετουσίωσης του κόσμου σ᾽ ένα μαγευτικό παιχνίδι εικόνων και λέξεων, αρμονίας και δυσαρμονίας. Πάντως σ᾽ έναν κόσμο έκπληξης!

 

4) Διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο μπαίνει σε έναν κόσμο που ο οικοδεσπότης, εσείς, τον υποδέχεται σε περιστατικά της ζωής του πραγματικά και άλλα που έχουν μέσα τους το στοιχείο του μύθου. Τί ήταν αυτό που σας παρακίνησε να γράψετε  κατ΄ αυτόν τον τρόπο;

«Στο βιβλίο μου «Εκθέσεις στον ήλιο» συγκεντρώθηκαν ιστορίες αληθινές και ιστορίες φανταστικές, ιστορίες που εκκινούν από πραγματικά περιστατικά και καταλήγουν μυθοπλασία ή και αντίστροφα. Ίσως όλο αυτό γίνεται για να έχει πιότερο ενδιαφέρον το παιχνίδι της ανάγνωσης, γιατί έχει γούστο αυτή  η άφεση στη φαντασία και το όνειρο, γιατί μέσα από αυτές τις απρόβλεπτες διαδρομές σε μη ρεαλιστικά τοπία και καταστάσεις μη αληθοφανείς, εγκαθιδρύεται η ποιητική αυθαιρεσία, ένας απείραγος κόσμος μύθων στον οποίο μαγικά τα μυστήρια της ζωής μάς καλούν να συγκατανεύσουμε, ώστε να ρουφήξουμε το μεδούλι της ζωής, γι᾽ αυτό το περιζήτητο «Carpe Diem». Κάθε ιστορία είναι ένα ποιητικό καταφύγιο, με μια καλαμωτή από πάνω, λίγα βραχάκια για προσκέφαλο και κάθισμα, απαραιτήτως μια ξερολιθιά η οποία προσθέτει στην εικόνα γνησιότητα και στην ανάμνηση αθωότητα και μυθική απλωσιά. Κάθε ιστορία ζητάει κάτι άλλο να διηγηθεί, αρκεί με την παλάμη να την «περιστεγάσουμε» και να μην την αφήσουμε να σβήσει, όπως τη φλόγα στη λαμπάδα. Να τη δούμε να βγαίνει από το κοιμητήριο της αυτάρεσκης νοημοσύνης και με ολίγον άγγιγμα αγρού και μια δόση όσφρησης ανθέων στην υπώρεια του λόφου να συσσωρεύει σχήματα και χρώματα και αίφνης να εξαπλωθεί σε ποιμενικό αγνάντεμα. Έτσι, παρέα πραγματικότητα και μύθος συστεγάζονται για περισσότερη «απαλοσύνη», όπως θα συμπλήρωνε ο Νίκος Γκάτσος.

Εκθέσεις στον ήλιο

 

5) Εύκολα ανιχνεύει κάποιος σε πολλά σημεία του στοιχεία και σκηνές χιουμοριστικές.  Αλήθεια πόσο σημαντικό είναι σήμερα να μπορούμε να αποδίδουμε σκηνές και στιγμές από τη ζωή μας, πρόσωπα και διαλόγους με μια τέτοια διάθεση; Κάνουμε αυτή την ερώτηση γιατί γνωρίζουμε ότι είστε ένας άνθρωπος που δεν κρύβει τη χαρά του και τα θετικά του αισθήματα για τους άλλους.

«Νομίζω πως σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε το χιούμορ. Με μια πιο χαρούμενη διάθεση και μια πιο ευδιάθετη οπτική να αγκαλιάζουμε ανθρώπους γύρω μας, πράγματα και καταστάσεις που μας φωτίζουν και μας κάνουν να χαμογελάμε με μια αθωότητα και μια στοργή. Σίγουρα δεν αναφέρομαι στα πολύ σοβαρά της ιστορίας που έχουν γεμίσει με εκατόμβες νεκρών και στα οποία η εγρήγορσή μας πρέπει να είναι και δυναμική και ανατρεπτική. Η συγχωρεμένη η μαμά μου τον τελευταίο καιρό της ζωής της με προέτρεπε να βλέπω ‘’το ποτήρι μοσογεμάτο και καθόλου μισοάδειο’’, και πως ‘’πρέπει να είμαι όχι σαν μια μύγα που κάθεται στις ακαθαρσίες, αλλά σαν μια μέλισσα που χαρούμενη πετάει από λουλουδάκι σε λουλουδάκι’’. Να λοιπόν ποια η διαφορά των ανθρώπων και η διαφορετική τους οπτική. ‘’Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης’’, συμφωνεί ο Διονύσιος Σολωμός. Μάλλον η ζωή πρέπει να έχει και λίγη πλάκα παραπάνω, μια δόση κενωτικής ευδιαθεσίας και πληρωτικής χαράς για να μάς πηγαίνει και λίγο παρακάτω, στην Ανάσταση!

 

6) Όλοι όσοι γράφουν για κάποιο λόγο το κάνουν . Εσείς για ποιο λόγο γράφετε;

«Σίγουρα δε γράφει κανείς άνευ λόγου. Πάντως αυτό το βιβλίο βγήκε σε ένα διάλειμμα από τις πραγματείες μου για τα θέματα της Κινηματογραφικής Θεολογίας. Ίσως γενικώς να γράφω, γιατί έτσι ζω, αναπνέω κι εκφράζομαι. Ίσως πάλι, γιατί νοιώθω πολύ μοναξιά και με κάποιο τρόπο πρέπει να την αντιμετωπίσω, ή από φόβο γράφω κοιτώντας την υπαρξιακή μου άβυσσο. Ίσως γιατί έτσι καλύτερα από ποτέ βλέπω στον καθρέφτη των σελίδων μου τον εαυτό μου με όλα τα ψεγάδια και τις χάρες του, χωρίς τις αυταρέσκειες της κοινωνικής σύμβασης, ελεύθερος από τις βεβαιότητες και τις ασφάλειες μου, να  ζητάω να γίνω αποδεκτός, να αγαπηθώ και να αγαπήσω. Ίσως μέσα στις λέξεις να θέλω πάλι να κρυφτώ για να αφήσω κάποιον να με ψάξει, να με ανακαλύψει και να με ποθήσει, να με λευτερώσει από την πανοπλία των λέξεων και να με ξαπλώσει στην ευφροσύνη, στην Ευμορφία των εικόνων. Γράφουμε γιατί μάλλον πιο πολύ από την κοινή πίστη μάς συνδέει η κοινή μας άγνοια. Και «τὸ ταλέντο γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ καινούριο» (Μάνος Χατζιδάκις). Και ίσως κάπου μεσοστρατίς ή σε κάποιο σταυροδρόμι συναντηθούμε. Γράφω, μάλλον, για να σάς συναντήσω και μήπως έτσι σώσουμε ο ένας τον άλλον.

Με την πολυαγαπημένη του μητέρα Μόρφη

 

7) Έχετε ασχοληθεί και με την ποίηση και θα έλεγε κάποιος ότι σε πολλά σημεία του βιβλίου αυτού εντοπίζεται και  μια ποιητική ατμόσφαιρα. Η μνήμη είναι ένα μνημείο για την ποίηση;

«Δεν μπορεί να υπάρξει τέχνη χωρίς μνήμη, δεν μπορεί η ποιητική τέχνη να μην τροφοδοτείται από τη μνήμη. Η δικιά μου η ποίηση τρέφεται από τη μνήμη, από την αλήθεια δηλαδή που ζωοποιεί τη ζωή και την πορεία μου. Γιατί ΑΛΗΘΕΙΑ είναι αυτό που δεν ξεχνιέται ποτέ και μένει στην αιωνιότητα. Αγαπάω μέσα από την Ποίηση μου να μνημονεύω και να οραματίζομαι. Θαρρώ πως μέσα από τα ποιήματά μου ο ποιητικός στοχασμός δίνει έναν άλλο ρυθμό στην πεζοπορία μου στις σελίδες των βιβλίων μου, δημιουργείται μια ποιητική ατμόσφαιρα τέτοια, ώστε τίποτα να μην είναι ευεξήγητο. Αλλά μέσα από λέξεις και εικόνες ξεπερνούμε τα προβλέψιμα ανθρώπινα μέτρα, φτιάχνουμε όνειρα για καινούργιους κοινούς ουρανούς της συγκατοίκησης και της συμπόρευσης στολισμένους από ένα λουλούδι στο περβάζι που ταξιδεύει το ακύμαντο γαλάζιο μας. Να λοιπόν πως χτίζονται τα μνημεία της μνήμης που η Ποίηση χτίζει για να σκεπάσει τη βλογημένη σάρκα του κόσμου.

 

8) Τι θα λέγατε αλήθεια στον αναγνώστη . Για ποιόν λόγο θα του προτείνατε να διαβάσει το “Εκθέσεις στον ήλιο” ;

«Ίσως γιατί μέσα από το βιβλίο μου ο αναγνώστης οδηγηθεί και σε πολλά άλλα βιβλία που κοσμούν την παγκόσμια βιβλιοθήκη, ανακαλύψει άλλους συγγραφείς τους οποίους δυστυχώς η σκόνη του κόσμου έχει καλύψει ή μέσα από τις σελίδες μπει στον πειρασμό να βρει και να δει ταινίες που κοσμούν την παγκόσμια ταινιοθήκη. Δεν είναι, όμως, μια απλή ανθολογία βιβλίων, συγγραφέων και ταινιών. Είναι ένα οδοιπορικό μνημοσύνης αγαπημένων προσώπων τα οποία συναντιόνται στις σελίδες για να διαβάσουν λογοτεχνία και να απολαύσουν ταινίες με έναν άλλο σπάνιο τρόπο. Αλλά και πάλι ίσως να μη σας πείθω με τα παραπάνω μου λόγια. Ίσως καλύτερα θα ήταν να βγείτε έξω, να κάνετε μια βόλτα στο ύπαιθρο και ακούγοντας μουσική Χατζιδάκι παρέα με τη συντροφιά σας ή το σκυλάκι σας,  να απολαύσετε το ηλιοβασίλεμα και αφήστε το βιβλίο μου για μιαν άλλη φορά.

 

9) Αν σας ζητούσαμε να διαλέξετε μια ταινία που για εσάς είναι κάτι ξεχωριστό και ένα βιβλίο που δεν θα αποχωριζόσασταν ποτέ όπου και να πηγαίνατε , τί θα μας λέγατε;

«Με βάζετε πολύ δύσκολα, Γιατί πολλά βιβλία αγαπάω και πολλές ταινίες λατρεύω. Πάντως το βιβλίο που δεν αποχωρίζομαι ποτέ και με συνοδεύει όπου κι αν πηγαίνω, είναι οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Διονυσίου Σολωμού, στην τελευταία σελίδα του οποίου είναι γραμμένη με δικά μου γράμματα η «Ιθάκη» του Κωνσταντίνου Καβάφη. Και η ταινία που μάλλον θα με συνοδεύσει και στο ύστατο ταξίδι μου είναι η «Νοσταλγία» του Αντρέι Ταρκόφσκι».

10) Θα αφιερώνετε σε κάποιο πρόσωπο ή γεγονός το βιβλίο αυτό; 

«Το βιβλίο αυτό αφιερώθηκε στους εκδότες μου οι οποίοι με συντροφεύσαν έως τώρα στο συγγραφικό μου ταξίδι. Στον Γιώργο Ρωμανό που εξέδωσε την πρώτη μου ποιητική συλλογή, στον Γιώργο Χρονά ο οποίος με τίμησε στα επόμενα μου βήματα και στον Γιώργο Χατζηιακώβου ο οποίος με αγάπη στον Αρμό στεγάζει τα τελευταία συγγραφικά μου έργα. Θα ήθελα, όμως, κοντά σε αυτούς να αφιερώσω το τελευταίο μου βιβλίο και στη μανούλα μου Μόρφη που έφυγε στις 18 Φεβρουαρίου. Στο καμάρι της ψυχής μου, στη «μανίτσα μ’» όπως την προσφωνούσα, στη Μούσα μου, στη δικιά μου καταφυγή και στο δικό μου αντιστύλι».