Της Βάνας Κουτρουλού
Στον δρόμο προς τις ομοσπονδιακές εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου η Γερμανία θα ζήσει μία θερμή προεκλογική εκστρατεία και αργότερα μήνες πολιτικού αδιεξόδου και διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό ενός κυβερνητικού συνασπισμού, ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο είναι κατακερματισμένο από την άνοδο των ριζοσπαστικών κομμάτων και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος.
Σύμφωνα με τον μέσο όρο των δημοσκοπήσεων, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) συγκεντρώνουν πάνω από 32%. Η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έρχεται δεύτερη με 18%. Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) εξασφαλίζει 16%. Οι Πράσινοι 12,5%. Η νέα αριστερή συμμαχία της Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) 6%. Το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) 4% (κάτω από το όριο του 5% για είσοδο στη Βουλή).
Τα διλήμματα ενός συνασπισμού
Κρίνοντας από τις δημοσκοπήσεις, ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών, Φρίντριχ Μερτς θα είναι πιθανότατα ο επόμενος Καγκελάριος, με δεδομένο βέβαια ότι παραμένει αρραγές το μέτωπο της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης μέχρι την ημέρα της κάλπης και ότι δεν υπονομευθεί εκ των έσω από το αδελφό κόμμα των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU). Παρόλα αυτά δεν θα διαθέτει κυβερνητική πλειοψηφία και θα πρέπει να αναζητήσει συνεργασία. Έχει αρνηθεί όμως να συγκυβερνήσει με την ακροδεξιά AfD. Οι φιλελεύθεροι ενδεχομένως να μην καταφέρουν να μπουν στο κοινοβούλιο και ορισμένοι εκ των συντηρητικών αρνούνται να συνεργαστούν με τους Πράσινους. Συνεπώς, στην πραγματικότητα ο επόμενος πιθανότερος σύμμαχος δεν είναι παρά το SPD. Μπορεί, δηλαδή, να επαναληφθεί ο «μεγάλος συνασπισμός» του 2005. Όμως, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του AfD, τόσο πιο δύσκολο γίνεται για τα παραδοσιακά κόμματα να σχηματίσουν έναν σταθερό κυβερνητικό συνασπισμό.
Η «μάχη» των προγραμμάτων και των οραμάτων
Παρουσιάζοντας το εκλογικό μανιφέστο του κόμματός του, ο Μερτς δεσμεύτηκε να τερματίσει τις πολιτικές έριδες που έχουν χαρακτηρίσει τα τελευταία τρία χρόνια τον τρικομματικό συνασπισμό του απερχόμενου Καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Πιο συντηρητικός από την προκάτοχό του Άνγκελα Μέρκελ, εκμεταλλεύτηκε τη δημόσια δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση του Σολτς. Ο Μερτς έδειξε ότι σχεδιάζει μία επιστροφή στις δεξιές ρίζες του κόμματος στην μετανάστευση, την κοινωνική και οικονομική πολιτική, ώστε να κερδίσει την στήριξη των ψηφοφόρων που προσελκύονται από την ακροδεξιά.
Ο Μερτς υποσχέθηκε να βάλει τέλος στην παράνομη μετανάστευση και να περικόψει τα κοινωνικά επιδόματα για τους αιτούντες άσυλο. Πρότεινε την σημαντική μείωση του φόρου εισοδήματος, όπως επίσης και μείωση του εταιρικού φόρου στο 25%, ώστε να ενισχυθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και η ανταγωνιστικότητα. Δεσμεύτηκε να τηρήσει το «φρένο χρέους» — τον συνταγματικό περιορισμό για δημοσιονομική πειθαρχία. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι αυτό το μέτρο εμποδίζει τις απαραίτητες επενδύσεις. Οι Πράσινοι και οι Σοσιαλδημοκράτες ζητούν μεταρρυθμίσεις για τη χρηματοδότηση εκσυγχρονισμού υποδομών.
Οι Συμπληγάδες της οικονομικής ύφεσης και της Ουκρανίας
Καθώς η γερμανική οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, η ανάπτυξη ανάγεται σε μείζον προεκλογικό ζήτημα. Αυτό είναι το θέμα που απασχολεί περισσότερο τους Γερμανούς, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της δημόσια τηλεόρασης, με τη μετανάστευση και τον πόλεμο στην Ουκρανία να ακολουθούν.
Το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών δεσμεύτηκε να μειώσει φόρους, να αυξήσει το κατώτατο ωρομίσθιο από 12 σε 15 ευρώ, να ελέγξει την παράνομη μετανάστευση με τέτοιον τρόπο, ώστε η γηράσκουσα Γερμανία να έχει τα απαραίτητα ξένα εργατικά χέρια και να σέβεται τις αξίες της διαφορετικότητας και της ανεκτικότητας.
Όσον αφορά την ασφάλεια, και τα δύο μεγάλα κόμματα δεσμεύονται να συνεχίσουν να βοηθούν την Ουκρανία και να δαπανήσουν το 2% του ΑΕΠ ή περισσότερο για την άμυνα της Γερμανίας. Ο Μαρτς είναι ένθερμος υποστηρικτής της παροχής στην Ουκρανία πυραύλων Taurus γερμανικής κατασκευής, όπλα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να επιτεθούν σε ρωσικούς στόχους πολύ πέρα από τις γραμμές του μετώπου της Ουκρανίας. Ο Σολτς, αντίθετα, αρνείται σταθερά να τα προμηθεύσει στο Κίεβο.
Η οικονομική τεχνογνωσία, πλεονέκτημα για τον Μερτς
Πολιτικοί αναλυτές σχολιάζουν ότι είναι πλεονέκτημα για τον Μερτς το γεγονός ότι έχει καταφέρει να συγκεντρώσει βαθιά τεχνογνωσία στις επιχειρήσεις για πολλά χρόνια, εκτός πολιτικής αρένας, την ώρα που η Γερμανία αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές προκλήσεις και γεωπολιτική αβεβαιότητα. Ο Μερτς γνωρίζει ότι η Γερμανία εξαρτάται από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τη μεγαλύτερη εξαγωγική της αγορά και ότι οι δασμοί που απείλησε ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στη γερμανική οικονομία. Όμως, η ευθύτητα που τον χαρακτηρίζει θα μπορούσε να είναι μία καλή αρχή για τη δημιουργία μιας εταιρικής σχέσης με τον Τραμπ.