Του Αντώνη Μακατούνη
Είναι μία πολυτάλαντη προσωπικότητα διότι εκτός από ηθοποιός, έχει ασχοληθεί επαγγελματικά με το χορό, ενώ έχει σπουδάσει και μουσική. Το κυριότερο όμως είναι ότι συγκινεί τους θεατές –«μιλώντας» στην ψυχή τους- με την ερμηνεία της ως Κοζέτ (σ.σ. στους «Αθλίους») που είναι μια κοπέλα που αγαπάει βαθιά και ανιδιοτελώς.
Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «Θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό, το ότι έρχονται τα παιδιά σε επαφή με τις έννοιες της δικαιοσύνης και της ελευθερίας από νωρίς», προσθέτοντας εκ παραλλήλου ότι, «Κάποιοι μας λένε ότι είναι η καλύτερη παράσταση που έχουν δει».
Ο λόγος για την ηθοποιό Φιλίππα Κουτούπα που μίλησε αποκλειστικά στα epikaira.gr για τη συμμετοχή της στη θεατρική υπερπαραγωγή που παρουσιάζεται στο Κέντρο Πολιτισμού “Ελληνικός Κόσμος” κάθε Σάββατο (14.30) και Κυριακή (11.30).
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:
Πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός; Ήταν ένα παιδικό όνειρο;
Από μικρή μου άρεσε να εκφράζομαι μέσα από τις τέχνες -τη μουσική, τον χορό, το θέατρο-, αλλά δεν μπορώ να πω πως ήταν το “όνειρό” μου όσο μεγάλωνα. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, απλά μου άρεσαν πολύ όλες αυτές οι δραστηριότητες, καθώς και το να βελτιώνομαι σε αυτές. Οπότε, αν και δεν ακούγεται πολύ ρομαντικό, το να γίνω ηθοποιός ήταν περισσότερο μια συνειδητή απόφαση, παρά ένα όνειρο.
Έχετε μία πολυτάλαντη προσωπικότητα διότι εκτός από τον χώρο της ηθοποιίας, έχετε ασχοληθεί επαγγελματικά με το χορό, ενώ έχετε σπουδάσει και μουσική. Πείτε μας δύο λόγια για αυτό.
Ήμουν πολύ τυχερή μεγαλώνοντας, διότι βρέθηκαν μπροστά μου πολύ αξιόλογοι δάσκαλοι, που αγαπούσαν πραγματικά αυτό που έκαναν. Οπότε αυτά με τα οποία καταπιάστηκα, τα αγάπησα και εγώ, και θέλησα να τα εξελίξω. Όσον αφορά τον χορό, ήρθε σε κομβική ηλικία στη ζωή μου η υπέροχη Αγγελική Ανδρινοπούλου, που μου έδειξε τον κόσμο της Jazz, που έγινε μετέπειτα η αιτία να σπουδάσω Musical στο εξωτερικό, και όσον αφορά την μουσική, ξεκίνησα τις σπουδές μου στο Χαλκηδόνιο Ωδείο με κλασσική κιθάρα, αλλά αυτό με οδήγησε σταδιακά και στο τραγούδι, τη Μουσική Θεωρία, το πιάνο, και τελικά στην σύνθεση.
Για δεύτερη χρονιά συνεχίζεται το διαχρονικό αριστούργημα της παγκόσμιας Λογοτεχνίας «Οι Άθλιοι». Πείτε μας για το ρόλο σας αλλά και τα συναισθήματά σας από τη συμμετοχή σας στην εν λόγω θεατρική υπερπαραγωγή.
Είμαι πολύ χαρούμενη που μας δίνεται η ευκαιρία να μοιραζόμαστε το συγκεκριμένο έργο με τους θεατές εδώ και 2 χρόνια. Ο κόσμος έχει αγαπήσει πολύ αυτή την παράσταση, και το ίδιο και εμείς. Δέσαμε ως ομάδα από την αρχή, και νομίζω αυτό φαίνεται και στο αποτέλεσμα. Ο ρόλος που υποδύομαι, η Κοζέτ (ή Τιτίκα για όσους έχουν διαβάσει την πρώτη μετάφραση), είναι μια κοπέλα που αγαπάει βαθιά και ανιδιοτελώς. Είναι διατεθειμένη να βάλει σε δεύτερη μοίρα την ευτυχία της, προκειμένου να μείνει αφοσιωμένη στον πατέρα της… μέχρι που η πραγματικότητα την αναγκάζει να πάει κόντρα σε αυτή της την αφοσίωση, στα πιστεύω της, και να κάνει αυτό που της ζητάει η ψυχή και η καρδιά της.
Με θεατρικές παραστάσεις όπως «Οι Άθλιοι» που αναδεικνύουν υψηλά ιδεώδη όπως π.χ. η δικαιοσύνη και η ελευθερία, μπορούν να ξυπνήσουν συνειδήσεις;
Αλίμονο στην ανθρωπότητα αν έργα όπως οι Άθλιοι του Βίκτωρος Ουγκώ δεν μπορούν να ξυπνήσουν συνειδήσεις. Για αυτό γράφτηκε, άλλωστε. Ο ίδιος ο Ουγκώ αναφέρει στον πρόλογό του πως όσο υπάρχει άγνοια, αδικία, φτώχεια, δυστυχία σε αυτή τη γη, βιβλία όπως αυτό ίσως να μην είναι ανώφελα. Αυτός είναι και ο πιο σημαντικός σκοπός της τέχνης, κατά τη γνώμη μου -μαζί με το να φωτίζει τις ανθρώπινες ψυχές-. Με την συγκεκριμένη παράσταση μάλιστα, και ιδιαίτερα με την διασκευή που έχει κάνει η σκηνοθέτης μας, η Κωνσταντίνα Νικολαΐδη, μας δίνεται η -σπάνια, θα έλεγα- ευκαιρία να μοιραστούμε αυτές τις ιδέες, και με παιδιά και εφήβους. Το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό, το ότι έρχονται τα παιδιά σε επαφή με τις έννοιες της δικαιοσύνης και της ελευθερίας από νωρίς, ακόμα και αν δεν είναι σε θέση να τις καταλάβουν πλήρως.
Έναν ρόλο που ξεχωρίζετε από τη μέχρι τώρα πορεία σας και γιατί;
Ο ρόλος της Κλάρα Μίλιτς στην παράσταση “Ανάμεσα Σε Δύο Κόσμους”, βασισμένη σε έργο του Ιβάν Τουργκένιεφ, είναι πραγματικά χαραγμένος στην καρδιά μου. Ήταν η πρώτη δουλειά που έκανα όταν γύρισα από την Αγγλία, και με εξέλιξε σε κάθε επίπεδο. Χρειάστηκε πειθαρχία, διάβασμα, επιμονή… και μέσα από όλα αυτά, έμαθα και για τη ζωή του ίδιου του Ιβάν Τουργκένιεφ και για τον έρωτά του για την Πολίν Βιαρντό. Η ιστορία τους, μια ιστορία βαθιάς αγάπης που δεν κατάφερε να υλοποιηθεί ποτέ, αλλά τους ένωσε με κάθε άλλο πιθανό τρόπο, με συγκίνησε πολύ, και με έκανε να αγαπήσω ακόμα περισσότερο τον ρόλο της Κλάρας και το συγκεκριμένο έργο.
Επανέρχομαι στην παράσταση “Οι Άθλιοι”, ομολογουμένως ένα δύσκολο εγχείρημα διότι απευθύνεται και σε παιδιά. Πρόκειται για ένα θεατρικό έργο που πραγματικά “πάντρεψε” το θέατρο με τον… κινηματογράφο αποδίδοντας ένα μοναδικό θέαμα. Θα ήθελα ένα σχόλιό σας.
Νομίζω αυτή η παράσταση έχει αντίκτυπο σε όλες τις ηλικίες, γιατί συνδυάζει πολύ σημαντικά μηνύματα, μια υπέροχα δομημένη ιστορία από τον Βίκτωρ Ουγκό, και μια ομάδα συντελεστών που έκαναν την δουλειά τους με πολλή αγάπη και μεράκι. Έχει κάτι για όλους τους θεατές, είτε θέλουν να προβληματιστούν, είτε να μαγευτούν από τις εικόνες της παράστασης, είτε και τα δύο. Εκεί νομίζω έγκειται και η μεγάλη επιτυχία της.
Θα ήθελα να μου πείτε κάποια σχόλια που ακούσατε από θεατές και ανθρώπους που γνωρίζετε και είδαν την παράσταση «Οι Άθλιοι» τα οποία και ξεχωρίζετε;
Κάποιοι μας λένε ότι είναι η καλύτερη παράσταση που έχουν δει. Κάποιοι άλλοι ότι το ευχαριστήθηκαν πολύ γιατί τους θύμισε το “παλιό καλό θέατρο”, με τα μεγάλα σκηνικά, τα όμορφα κουστούμια, τις χορογραφίες… Αρκετοί φεύγουν βαθιά συγκινημένοι, και μας λένε ότι δεν το περίμεναν, καθώς είναι παράσταση που απευθύνεται και σε παιδιά. Ένα σχόλιο, ωστόσο, που ξεχωρίζω είναι από μια παράσταση που είχε έρθει ένα νεαρό παλικάρι στο φάσμα του αυτισμού και ο εκπαιδευτής του ήρθε και μου είπε ότι είναι η πρώτη φορά που συγκεντρώνεται τόσο πολύ σε μια παράσταση, που δεν είχε την ανάγκη να κινηθεί πολύ ή να φωνάξει, και απλά παρακολουθούσε “μαγεμένος και χαρούμενος” από την αρχή ως το τέλος.
Έχετε ζήσει αρκετά χρόνια στο εξωτερικό (σ.σ. Αγγλία). Ποιές διαφορές ή ομοιότητες διακρίνετε σε σχέση με την Ελλάδα στο χώρο που «κινείστε» και εργάζεσθε;
Θα έλεγα ότι στην οργάνωση και την πειθαρχία, η Αγγλία τα πηγαίνει λίγο καλύτερα, ενώ στο πάθος για την δουλειά, η Ελλάδα βγαίνει μπροστά. Ίσως μάλιστα να είναι αλληλένδετα αυτά. Σχεδόν σε κάθε δουλειά που έχω κάνει στο εξωτερικό, όλα λειτουργούσαν ρολόι, και με απόλυτη ακρίβεια. Ο καθένας κάνει τη δουλειά του, πληρώνεται τις υπερωρίες του από το πρώτο λεπτό, και μετά κλείνει “την πόρτα” και φεύγει. Εδώ, καμιά φορά χρειάζεται να κολυμπήσουμε στα βαθιά (ηθοποιοί και συντελεστές) και ίσως γι’ αυτό, την πονάμε λίγο περισσότερο την δουλειά μας. Γιατί, για να εργάζεται κάποιος σε αυτόν τον χώρο στην Ελλάδα, σημαίνει ότι έχει αποδεχτεί και τις δυσκολίες.
Μου έκανε εντύπωση ότι σε παλαιότερη συνέντευξή σας, υπογραμμίσατε ότι η Ελλάδα δεν έχει κάτι να ζηλέψει από ταλέντο, ιδέες και τεχνογνωσία. Προσωπικά δεν διαφωνώ, πιστεύετε όμως ότι κάτι λείπει;
Συνεχίζω να πιστεύω ότι οι Έλληνες καλλιτέχνες διαθέτουν πολύ ταλέντο και είναι πολύ δημιουργικοί. Απλά, έχοντας μείνει λίγο παραπάνω χρόνο στην Ελλάδα, συνειδητοποίησα ότι αυτό που ίσως λείπει από τον χώρο μας, είναι μια κουλτούρα για συνεχή εξέλιξη. Παρατηρώ συχνά ότι βγαίνουν παιδιά από σχολές, και θεωρούν – ή έχουν πειστεί – ότι έχουν μάθει όσα ήταν να μάθουν και τώρα απλά πρέπει να έρθουν οι κατάλληλες ευκαιρίες. Αν έμαθα κάτι από τα χρόνια που έζησα έξω, είναι ότι το “διάβασμα” δεν τελειώνει ποτέ. Και αυτό το θεωρώ πολύ ενθαρρυντικό για έναν ηθοποιό, και γενικά για έναν καλλιτέχνη. Όταν συνεχίζεις να μαθαίνεις, παύεις να ορίζεις την αξία σου από τις δουλειές που κλείνεις ή δεν κλείνεις, γιατί αναγνωρίζεις ότι αυτό που δύνασαι να φέρεις σε μια ακρόαση ή σε μια δουλειά, δεν είναι κάτι αμετάβλητο. Το “όχι” μετατρέπεται σε “όχι ακόμα”, και οι απογοητεύσεις μετατρέπονται σε κινητήριο δύναμη.
Πείτε μου κάποια από τα άμεσα σχέδιά σας.
Το πιο άμεσο σχέδιο, μόλις τελειώσουν οι παραστάσεις μας στους “Άθλιους” και στο “Υπόγειο”, είναι η ξεκούραση! Μου αρέσει πολύ να δουλεύω, και είμαι πολύ ευγνώμων για όλες τις φετινές ευκαιρίες και συνεργασίες, αλλά η αλήθεια είναι ότι μου χρειάζεται μια ανάσα (που, βέβαια, μόλις την πάρω, σίγουρα θα αποζητήσω ξανά την “κούραση” της δουλειάς). Πέρα από αυτό, αναμένω με ανυπομονησία να κυκλοφορήσουν οι δυο ταινίες μεγάλου μήκους στις οποίες συμμετείχα το 2024. Είναι δύο δουλειές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά και πολύ κόντρα στους ρόλους που κάνω συνήθως στο θέατρο. Οπότε έχω ένα εποικοδομητικό -και ίσως γλυκό- άγχος να δω το τελικό αποτέλεσμα.