Του Ανδρέα Βορύλλα, Βουλευτή Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών
Επιδοτήσεις :Οι πρόσφατες εξαγγελίες του Πρωθυπουργού σχετικά με την ετήσια καταβολή επιδόματος στους χαμηλοσυνταξιούχους και τους ενοικιαστές κάθε Νοέμβριο δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ουσιαστικά μέτρα στήριξης για τα κοινωνικά στρώματα που έχουν πραγματικά ανάγκη. Δεν είναι η πρώτη φορά που επισημαίνουμε ότι κάθε ενίσχυση προς τις ευπαθείς ομάδες είναι καλοδεχούμενη. Ωστόσο, πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό πως η πολιτική των εφάπαξ βοηθημάτων δεν μπορεί να δώσει μόνιμες λύσεις ούτε να φέρει ουσιαστική ανακούφιση στα νοικοκυριά που πλήττονται από την ακρίβεια, την αισχροκέρδεια και τη δράση των καρτέλ.
Η παγίωση της καταβολής των 250 ευρώ στους συνταξιούχους δεν αποτελεί κάποια νέα, επιπλέον ενίσχυση. Πρόκειται για την επίσημη αναγνώριση μιας παροχής που δινόταν τα προηγούμενα χρόνια ως “έκτακτο βοήθημα” και τώρα απλώς τυπικά μονιμοποιείται. Το ποσό αυτό, όμως, απέχει πολύ από το επίπεδο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανό να εξασφαλίσει αξιοπρεπή διαβίωση για τους ηλικιωμένους. Είναι εντελώς ανεπαρκές για να καλύψει τη διαρκή απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης, την οποία η ίδια η κυβέρνηση αναγνωρίζει εμμέσως με τις ρυθμίσεις που διευκολύνουν την παραμονή των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας.
Παράλληλα, ανακοινώθηκε και η επιστροφή ενός μηνιαίου ενοικίου στους ενοικιαστές βάσει εισοδηματικών κριτηρίων. Αν εξετάσει κανείς το μέτρο από την πλευρά των αριθμών, πρόκειται ουσιαστικά για την επιστροφή μόλις του 8,33% του συνολικού ετήσιου κόστους στέγασης. Την ώρα που τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί σε πολλές περιοχές, ειδικά στην Αθήνα, αυτή η ενίσχυση είναι απολύτως δυσανάλογη και ανεπαρκής. Η σημαντική αύξηση του κόστους στέγασης δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με ένα εφάπαξ ποσό που επιστρέφεται μία φορά τον χρόνο. Το μέτρο δεν αγγίζει καν τις ρίζες του προβλήματος και δεν έχει καμία προοπτική ουσιαστικής ανακούφισης των ενοικιαστών.
Κι όλα αυτά σε μια χώρα όπου οι έμμεσοι φόροι έχουν μετατραπεί σε βασικό εργαλείο κρατικής είσπραξης, επιβαρύνοντας δυσανάλογα τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Η υπερφορολόγηση των τελευταίων ετών, ιδίως μέσω έμμεσων φόρων, αποτελεί συνέχιση της γνωστής συνταγής των “ματωμένων” πλεονασμάτων, επιβαρύνοντας την καθημερινότητα των πολιτών και συρρικνώνοντας την οικονομική δραστηριότητα. Οι έμμεσοι φόροι δεν είναι απλώς άδικοι – στερούν τη δυνατότητα κατανάλωσης και ανάπτυξης. Μπορεί να ενισχύουν προσωρινά τα κρατικά ταμεία, αλλά στραγγαλίζουν την πραγματική οικονομία.
Όσο συνεχίζεται η προσπάθεια αναδιανομής του πλούτου μέσα από επιδοματικού τύπου πολιτικές και σκληρή φορολόγηση, χωρίς να υπάρχει καμία σοβαρή πρωτοβουλία για την παραγωγή νέου πλούτου, η χώρα θα μένει στάσιμη και οι πολίτες παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο επιδοτήσεων που ανακυκλώνουν το ίδιο και το ίδιο ΑΕΠ. Αντί για μέτρα βιώσιμης ανάπτυξης, προσφέρονται “λύσεις” που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια διαχειριζόμενοι τη μιζέρια.
Για να υπάρξει πραγματική ανακούφιση στους χαμηλοσυνταξιούχους και ευρύτερα στον πληθυσμό που πλήττεται, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε δύο θεμελιώδεις πολιτικές κατευθύνσεις. Πρώτον, στη δημογραφική πολιτική, με σκοπό την αντιστροφή της αρνητικής αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους. Η ένταξη περισσότερων Ελλήνων στην αγορά εργασίας είναι απαραίτητη για να μπορέσουν να στηριχθούν μελλοντικά τα ασφαλιστικά ταμεία και να διασφαλιστούν αξιοπρεπείς συντάξεις. Δεύτερον, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που θα προσφέρουν σταθερότητα και προοπτική τόσο στους νέους όσο και στους σημερινούς εργαζόμενους, που κάποια στιγμή θα γίνουν οι συνταξιούχοι του αύριο.
Στο ζήτημα της στέγασης, είναι αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι ένα ετήσιο επίδομα ενοικίου για έναν μήνα μπορεί να λύσει το πρόβλημα προσφοράς και ζήτησης στις μακροχρόνιες μισθώσεις. Αντιθέτως, μπορεί να προκαλέσει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που επιδιώκει. Η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης μπορεί να λειτουργήσει ως άλλοθι για νέες αυξήσεις στα ενοίκια, με τους ιδιοκτήτες να θεωρούν εύλογο να ανεβάσουν τις τιμές, αφού «ένα ενοίκιο το πληρώνει το κράτος».
Συνολικά, τα μέτρα που παρουσιάστηκαν δεν αποτελούν στρατηγική με όραμα, αλλά προσχηματικές παρεμβάσεις με κύριο στόχο να δημιουργήσουν μια εικόνα ευημερίας και αναδιανομής. Πρόκειται για ακόμα ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα μιας κυβέρνησης που προσπαθεί να ανακόψει την πτωτική της πορεία στις δημοσκοπήσεις.
Εμείς, στη ΝΙΚΗ, υποστηρίζουμε πολιτικές ουσιαστικής ενίσχυσης των εισοδημάτων, όχι επιδοματικές ρυθμίσεις που συντηρούν το πρόβλημα και δεν οδηγούν σε πραγματική πρόοδο.
Με το σημερινό φορολογικό σύστημα, με μια απούσα δημογραφική στρατηγική, με πλήρη έλλειψη σοβαρών πρωτοβουλιών για την παραγωγική αξιοποίηση των δυνατοτήτων της χώρας, ούτε οι σημερινοί συνταξιούχοι και εργαζόμενοι έχουν λόγους να ελπίζουν σε βελτίωση της ζωής τους — και πολύ φοβόμαστε πως ούτε οι επόμενες γενιές θα έχουν.