Του Ιωάννη Χρ. Ιακωβίδη *
Το υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1974 ανακηρύχθηκε μονομερώς σε ανεξάρτητο “κράτος ” εκ μέρους του Τουρκοκύπριου ηγέτη, Ραούφ Ντεκτάς, στις 15 Νοεμβρίου 1983. Με τα ψηφίσματα 541 ( 1983) και 550 (1984), το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. είχε καταδικάσει ως άκυρη νομικά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους και ζήτησε την ανάκλησή της. Κλήθηκαν όλες οι χώρες να μην αναγνωρίσουν άλλο κράτος στη Μεγαλόνησο εκτός από την Κυπριακή Δημοκρατία και να μην βοηθηθεί η παράνομη αποσχιστική οντότητα με οιονδήποτε τρόπο. Καμία χώρα μέχρι σήμερα δεν υποστηρίζει αυτό το «κρατικό μόρφωμα» , εκτός από την Τουρκία. Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι υποστηρίζουν τη λύση των δύο κρατών , που αντιβαίνει σε όλα τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και φυσικά δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, διότι θα σημάνει το τέλος του κυπριακού ελληνισμού στη γη των προγόνων του .
Ακολουθεί το άρθρο του Κύπριου Ευρωβουλευτή του ΔΗ.ΚΟ. S&D, Κώστα Μαυρίδη, με τίτλο “Με αφορμή μια συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο: Δυνατότητες και αδυναμίες”, που δημοσιεύθηκε στην κυπριακή εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος”, στις 30 Νοεμβρίου 2024.
«Τις προάλλες διεξήχθη για πρώτη φορά συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, με τίτλο “Καταδίκη της παράνομης και μονομερούς ανακήρυξης ανεξαρτησίας της αποσχιστικής οντότητας στην Κύπρο και όλων των προσπαθειών νομιμοποίησής της και επαναβεβαίωσης της ανάγκης για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη – 41 χρόνια μετά”. Η συζήτηση αποτελεί ευκαιρία να εξηγηθούν δυνατότητες, λάθη και αδυναμίες για ενημέρωση όσων καλόπιστα προσεγγίζουν το θέμα.
Το αποτύπωμα της συζήτησης είναι θετικό παρά τις όποιες αδυναμίες, όπως ότι ήταν χωρίς ψήφισμα. Την διεξαγωγή της στήριξαν ΟΛΕΣ οι πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου και όσοι μίλησαν καταδίκασαν την ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Αρκετοί ομιλητές ήταν από Κύπρο κι Ελλάδα, αλλά ορισμένοι μιλήσαμε εκπροσωπώντας την Πολιτική μας Ομάδα κι όχι τον εαυτό μας ή το κόμμα μας. Φυσικά, η πολιτική ισχύς του Ευρωκοινοβουλίου είναι περιορισμένη συγκρινόμενη με την Κομισιόν και ειδικότερα με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως προνοούν οι Συνθήκες Λειτουργίας της ΕΕ. Σε αυτή την πραγματικότητα λειτουργούμε και οφείλουμε να αξιοποιούμε κάθε εργαλείο στο έπακρο.
Υπήρξε μειωμένη συμμετοχή στην ολομέλεια που είναι συχνό φαινόμενο και δεν αφορά στο Κυπριακό, αφού πολλοί Ευρωβουλευτές παρακολουθούν μέσω οθόνης από το Γραφείο τους, πράγμα που κάνω κι ο ίδιος. Άλλες δεκάδες χιλιάδες εντός κι εκτός ΕΕ παρακολουθούν ηλεκτρονικά την συζήτηση, η οποία στη συνέχεια παραμένει προσβάσιμη για διπλωμάτες, αναλυτές, φοιτητές και όποιον ενδιαφέρεται. Μια συζήτηση αμέσως πριν από ψηφοφορία, όπως συνέβη τον περασμένο Ιούλιο για τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, έχει κατάμεστη αίθουσα. Επιπλέον, η επικαιρότητα προσελκύει ενδιαφέρον καθώς και το μέγεθος π.χ. άλλο η Γερμανία με 96 Ευρωβουλευτές κι άλλο η Κύπρος με 6. Επομένως, η συμμετοχή είναι επιθυμητή αλλά δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα ισχύος, αφού πρωτίστως επικρατούν συμφέροντα.
Παραλείψεις και λάθη υπήρξαν. Καταρχάς, από τον τίτλο της συζήτησης, απουσίαζε η λέξη “Τουρκία” κι ο απερχόμενος Αντιπρόεδρος της Κομισιόν (Μ. Σχοινάς) μίλησε χωρίς να αναφέρει τη λέξη “Τουρκία”. Η παράλειψη δεν ήταν τυχαία και το ανέδειξα πρώτο στην παρέμβασή μου μαζί με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας-ΟΗΕ και Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων που καταδεικνύουν ότι πρόκειται για ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ της Τουρκίας κι όχι κάτι που επιδέχεται πολιτική ερμηνεία. Αναφέρθηκα επίσης στο έγκλημα του εποικισμού που έθεσα ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Δυστυχώς συχνά, Ευρωβουλευτές επιλέγουν λεκτικό που απευθύνεται στο εσωτερικό τους κομματικό ακροατήριο, αντί στο ευρωπαϊκό πλαίσιο της συζήτησης. Το κομματικό λεκτικό κερδίζει “μπράβο” από κομματικούς, αλλά πρέπει να προέχει η διαμόρφωση πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο αφού η συζήτηση γίνεται στο Ευρωκοινοβούλιο, όχι σε κομματικό σωματείο ή στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Κι εφόσον το θέμα αφορούσε στην ανακήρυξη του ψευδοκράτους, που όπως τόνισα, η Τουρκία στηρίζει, χρηματοδοτεί και συντηρεί με τα κατοχικά της στρατεύματα, αποτελεί ατόπημα η επικέντρωση στα “λάθη των δύο κοινοτήτων”, σαν να πρόκειται για δικοινοτική διαφορά. Η δική μου κατάληξη: “Το δίκαιο θα επικρατήσει μια μέρα και θα θυμόμαστε όχι μόνο τα εγκλήματα, αλλά και τα μέλη της οικογένειάς μας στην Ευρώπη, που σιώπησαν στη κρίσιμη ώρα”».
Για την ανακήρυξη του ψευδοκράτους βλ. ενδεικτικά Περί Κύπρου, Λευκωσία : Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών Κυπριακής Δημοκρατίας , 2009, σελ.53
*Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, φιλόλογος, ιστορικός , πολιτικός επιστήμων και συγγραφέας