Της Βάνας Κουτρουλού
Ακόμη και δύο ημέρες αφότου οι αντάρτες άνοιξαν οι πόρτες των διαβόητων φυλακών Σεντνάγια του καθεστώτος Άσαντ στη Δαμασκό, στις οποίες εκτιμάται ότι 100.000 άνθρωποι εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια σχεδόν 14 ετών εμφυλίου πολέμου, αναρίθμητες οικογένειες εξακολουθούν να περιπλανώνται στους σκοτεινούς διαδρόμους και τα κρυμμένα υπόγεια κελιά του δαιδαλώδους συγκροτήματος για να βρουν ένα ίχνος από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, που κρατούνταν εκεί, επειδή συμμετείχαν σε διαδηλώσεις, αψηφούσαν τις αρχές ή απλώς εξέφρασαν δυσαρέσκεια.

Άνδρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά βγαίνουν καταβεβλημένοι, διστακτικά, δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι ο πρόεδρος Άσαντ πράγματι ανετράπη. Κάποιοι κρατούνταν εκεί περισσότερο και κανένας δεν τους είχε πει ποτέ ότι είχε διαδεχτεί τον πατέρα του, Χαφέζ, ο οποίος πέθανε το 2000. Έπειτα από χρόνια βλέπουν το φως του ήλιου σκελετωμένες ανθρώπινες φιγούρες που φέρουν σημάδια αυτού που έκανε τη Σεντνάγια την πιο διαβόητη φυλακή στη Συρία: βασανιστήρια, αρρώστιες και πάνω από όλα πείνα. Κάποιοι δεν μπορούν να αρθρώσουν λέξη. Ούτε καν το όνομα ή τον τόπο τους. Άλλοι μιλούν σαν χαμένοι, σημαδεμένοι από βασανιστήρια.
Διαδικτυακά, οικογένειες αναρτούν ασπρόμαυρες φωτογραφίες νεαρών ανδρών ή διαδηλωτών κάτω από τις σημαίες της «επανάστασης». Ρωτούν αν έχει δει κανείς αυτούς τους άνδρες. Αν ήταν στη Σεντνάγια. Ψάχνουν τα αρχεία των φυλακών. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν προειδοποιήσει ότι τα αρχεία πρέπει να διατηρηθούν, ώστε να βρεθούν τεκμήρια για την τύχη των ανθρώπων που συνελήφθησαν από το καθεστώς Άσαντ.
Στο κέντρο της Δαμασκού υπάρχει ένα πιο εορταστικό κλίμα, με πολίτες να πυροβολούν στον αέρα και να τραγουδούν επαναστατικά τραγούδια. Οι αντάρτες έχουν αναπτυχθεί για την προστασία κυβερνητικών κτιρίων, όπως η Κεντρική Τράπεζα στην κεντρική πλατεία. Όμως, ένα ερώτημα πλανάται ποιος και πώς θα κυβερνήσει αυτή τη χώρα;