Του Ιωάννη Χρ. Ιακωβίδη*
Οι Τούρκοι από της εμφανίσεώς τους στην ιστορία με την μάχη του Μαντζικέρτ (1071), ως Σελτζούκοι ή Οθωμανοί, ως Νεότουρκοι , Κεμαλιστές και οπαδοί του Ερντογάν επεκτείνονται επί περίπου χίλια έτη με τη δύναμη του ξίφους. . .Κατά την επέλασή τους, εντέλει εξόντωσαν τους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας: Έλληνες, Αρμενίους και Ασσυρίους (1914-1923) , προσάρτησαν την Αλεξανδρέττα μετά από αμφισβητούμενο δημοψήφισμα (1939), κατέκτησαν το 1974 το 37 % της Κυπριακής Δημοκρατίας , σκορπώντας φωτιά και θάνατο, εισέβαλαν στη βορειοανατολική Συρία το 2016, 2018 και 2019 και διεκδικούν μετά επιτάσεως το μισό Αιγαίο. Γνωστή είναι η ρήση του αείμνηστου πανεπιστημιακού Δασκάλου μου, Νεοκλή Σαρρή, ότι “ η Τουρκία δεν έχει ιστορία αλλά ποινικό μητρώο”.
Είναι όμως ικανοί και στη διπλωματία. Δεν φείδονται χρημάτων και προσπαθειών προς διαστροφή της αλήθειας για την εξυπηρέτηση των εθνικών τους συμφερόντων. Σήμερα παρουσιάζονται και ως μεσολαβητές σε διεθνή θέματα και ομιλούν για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία , αποσιωπώντας την αντίστοιχη δική τους στην Κύπρο… Τα τελευταία χρόνια κατόρθωσαν να θεωρείται το Κυπριακό πρόβλημα δικοινοτικό , μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και όχι αυτό που είναι στην πραγματικότητα, δηλ. εισβολής και στρατιωτικής κατοχής ενός μεγάλου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας .Η σημερινή κατάσταση πραγμάτων( status quo) στην Κύπρο είναι απαράδεκτη και μη αποδεκτή και εδραιώνει τα κατοχικά δεδομένα. Ωστόσο, η όποια λύση θα σημάνει την καταστροφή και ξεριζωμό του κυπριακού ελληνισμού και ταυτόχρονα την απώλεια του μισού Αιγαίου και της Θράκης… Αυτός είναι ο στόχος των Τούρκων.
Αφορμή για τις ανωτέρω σκέψεις αποτέλεσε το άρθρο του Δημητρίου Δούκ. Σουφλέρη, νομικού, με τίτλο «Δύο βιβλία και λίγη ζήλια για την Τουρκία», το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Κυριακάτικη Δημοκρατία», στις 10 Νοεμβρίου 2024 , αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο και παρατίθεται ακολούθως συντετμημένο.
« Κατά τη γνώμη μας, οι Τούρκοι είναι αρκετά πονηροί ή αρκετά έξυπνοι (μπορεί όμως να είναι και τα δύο μαζί). Θα ρωτήσετε “γιατί;” . Μα, γιατί ξέρουν να προωθήσουν τη χώρα τους, θέλουν να προωθήσουν τον “πολιτισμό” τους και ξέρουν πώς να γίνουν συμπαθείς, ενώ ταυτοχρόνως προσπαθούν να πείσουν τους πάντες ότι είναι αξιοσέβαστοι και αδιαπραγμάτευτα ισχυροί. Αν πείσεις για τα προηγούμενα, δηλαδή αν δημιουργήσεις στους άλλους την πεποίθηση ότι είσαι ισχυρός, σοβαρός και ταυτοχρόνως σε θεωρούν συμπαθή, είναι προφανέστατο ότι βρίσκεσαι πολύ μπροστά στην προώθηση των συμφερόντων σου στις διαπραγματεύσεις, σε τελική ανάλυση στην επιβολή της θέλησής σου.
Οι σκέψεις του παρόντος άρθρου γεννήθηκαν από την ανάγνωση δύο βιβλίων του πολύ γνωστού και σπουδαίου Τούρκου μουσικού και συγγραφέα, του Ζουλφί Λιβανελί -pop-culture phenomenon, σύμφωνα με μια άποψη-, γνωστού και αγαπητού στην Ελλάδα λόγω των σχέσεών του με τον Μίκη Θεοδωράκη, με Έλληνες τραγουδιστές και ιδιαίτερα προβεβλημένου από την ελληνική Αριστερά. Τα βιβλία και η μουσική του στην Ελλάδα τα έχουν πάει πολύ καλά. Όπως άλλωστε και τα τουρκικά σίριαλ – και αυτό καθόλου δεν το λέμε για να υποβαθμίσουμε τον γοητευτικό και αξιόλογο Ζ. Λιβανελί.
Τον Σεπτέμβριο, κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, βρέθηκα για μία εβδομάδα στη συμπρωτεύουσα, που μέχρι το 1912 ήταν η δεύτερη σε σημασία πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά σύμπτωση διάβαζα το βιβλίο του Λιβανελί με τον τίτλο “Στη ράχη της τίγρης” (εκδ. Πατάκη, 1η έκδοση στην Τουρκία 2022, στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 2024), ένα μυθιστόρημα με θέμα την εξορία του τελευταίου σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ Β΄ στη Θεσσαλονίκη, τα έτη 1909-1912, μετά το κίνημα των Νεοτούρκων. Τόπος της κράτησής του ήταν η Βίλα Αλλατίνη. Η ανάγνωση του βιβλίου, οι περιγραφές και οι αναφορές του για την πόλη (στην οποία υπάρχουν ακόμη μνήμες του πολυεθνικού της παρελθόντος), και οι δικές μου περιπατητικές και ιστορικές περιδιαβάσεις στην ολοζώντανη, πολύβουη και δυναμική Θεσσαλονίκη του σήμερα ταίριαξαν με δυναμικό τρόπο. Ο Λιβανελί στο βιβλίο αναφέρεται με τόλμη στα γεγονότα που συνέβησαν στις αρχές του 20ού αιώνα και αφορούσαν την τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Διά των αφηγήσεων του εξόριστου σουλτάνου στον γιατρό του, μιλά για το κίνημα των Νεοτούρκων, μοιάζει να το παρουσιάζει ως κάτι νεωτεριστικό και φιλοπρόοδο, που όμως γρήγορα μετεξελίχθηκε σε κάτι σκληρό και εν τέλει μάλλον δεν επέφερε τα αναμενόμενα οφέλη στην παρηκμασμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ταυτοχρόνως, ακροθιγώς υπάρχουν ενδείξεις συμπάθειας προς τον Κεμάλ, τότε ανερχόμενο και μελλοντικό αστέρα της Τουρκίας και του τουρκισμού.(…)
Το δεύτερο βιβλίο (μυθιστόρημα και αυτό) ονομάζεται “Σερενάτα” Η διήγηση αφορά τη βαθιά ανθρώπινη σχέση ανάμεσα σε μια Τουρκάλα εργαζόμενη στο Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης και έναν ηλικιωμένο Αμερικανό, γερμανικής καταγωγής, καθηγητή Νομικής. Η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος (η Μάγια) στο πρόσωπο και στις αγωνίες της αγκαλιάζει γυναίκες και από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες – χριστιανισμός, ιουδαϊσμός, ισλαμισμός. Η ιστορία που ανακαλύπτει η Μάγια μετά τη γνωριμία της με τον καθηγητή Βάγκνερ αφορά ένα αληθινό περιστατικό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τη βύθιση ενός πλοίου έμφορτου με 800 ψυχές σε μικρή απόσταση από την Κωνσταντινούπολη και ουσιαστικά χωρίς λόγο, αλλά θυσιασμένου στις ίντριγκες όλων των δυνάμεων της εποχής. Ο συγγραφέας διά της ηρωίδας του παρουσιάζει έναν οικουμενικό ανθρωπισμό. Παρουσιάζει όμως συγχρόνως το πρόβλημα, που ταυτόχρονα είναι και γοητεία της σύγχρονης Τουρκίας, δηλαδή να είναι Δύση και Ανατολή μαζί ή να μην είναι ούτε ούτε Δύση ούτε Ανατολή… Πιθανά αφού είναι κάτι πιο μαγικό – είναι η Τουρκία.(…)
Στο βιβλίο αυτό η έκπληξη ήρθε εκεί που οι περισσότεροι δεν κοιτάζουν, στις πρώτες σελίδες, με πληροφορίες για την έκδοση. Διαβάζουμε εκεί, σε ένα πλαίσιο: “Η έκδοση του βιβλίου αυτού πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας, στο πλαίσιο του προγράμματος TEDA”. Αυτό ήταν η αφορμή που τελικά οδήγησε στις παρούσες σκέψεις, με αιτία τα δύο αυτά βιβλία. Εδώ να θυμίσουμε ότι, εκτός των άλλων, η Τουρκία αποτελεί και μία μικρή “χολιγουντιανή” δύναμη, που με τα σίριάλ της γίνεται γνωστή και αρεστή σε πολλές χώρες του κόσμου, οπωσδήποτε στην ευρύτερη περιοχή των γεωστρατηγικών συμφερόντων και επιδιώξεών της, φυσικά και στη δική μας παλιά επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…
Ύστερα από όλα τα προαναφερόμενα, το δικό μου τελικό συμπέρασμα από την ανάγνωση αυτών των δύο βιβλίων, παρακάμπτοντας το πράγματι ενδιαφέρον λογοτεχνικό τους μέρος, είναι ότι οι Τούρκοι πολύ καλά χειρίζονται τον εαυτό τους, πολύ καλά χειρίζονται τον πολιτισμό τους και πάνω από όλα πολύ καλά χειρίζονται το κράτος τους και τα συμφέροντά του. Είτε νεοοθωμανός είτε ρεμπουμπλικάνος -συνεχιστής του κεμαλισμού- ή προοδευτικός και κοσμοπολίτης, είναι ένας Τούρκος, όμως τελικά προάγει την εικόνα της σύγχρονης Τουρκίας δυναμικά, πειστικά, πολυκατευθυντικά. Παρεμπιπτόντως, δεν ξέρω ποια είναι η κρατούσα ορολογία για τον τουρισμό στην Τουρκία, αν δηλαδή και αυτοί τον βλέπουν ως τουριστική “βιομηχανία”, όπως επί δεκαετίες το κάνουμε εμείς μιλώντας για τον τουρισμό ως τη “βαριά βιομηχανία” μας. Σίγουρα, όμως, με προγράμματα όπως το TEDA οι στόχοι και οι επιδιώξεις τους είναι υψηλού επιπέδου.
Κανένα δικό μας υπουργείο -και οπωσδήποτε όχι το ΥΠΠΟ- δεν έχουν ανάλογα προγράμματα συγκροτημένης και μεθοδευμένης προώθησης της κουλτούρας και του πολιτισμού μας. Μπορεί ο Λιβανελί να είναι ένας σπουδαίος και πολυτάλαντος δημιουργός -σίγουρα υπάρχουν και άλλοι αξιόλογοι στην Τουρκία-, αλλά η Ελληνική Δημοκρατία δεν βρίσκει λόγο και τρόπο για να προωθήσει και αυτή τους Έλληνες συγγραφείς, την κουλτούρα της χώρας, τον πολιτισμό της με κάτι πιο σύγχρονο και μεθοδικό, κάτι πέρα από τα καλοκαιρινά επαναλαμβανόμενα και σχεδόν άνευρα φεστιβάλ, τα κλισέ ήχων και γεύσεων κ.λπ.;(…)»
*Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, φιλόλογος, ιστορικός , πολιτικός επιστήμων και συγγραφέας