Της Βάνας Κουτρουλού
Στην τελική ευθεία για τις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, Κάμαλα Χάρις και Ντόναλντ Τραμπ έχουν εγκλωβιστεί σε μία μάχη, που θα κριθεί κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού, πυροδοτώντας πανικό μεταξύ των Δημοκρατικών και αισιοδοξία μεταξύ των Ρεπουμπλικανών.
H Χάρις με ποσοστό 48% έχει ένα μικρό προβάδισμα έναντι του Τραμπ με 47% σε εθνικό επίπεδο με βάση τους μέσους όρους δημοσκοπήσεων, που αναλύει το BBC. Όμως, στις επτά πολιτείες που θεωρούνται κρίσιμα πεδία μάχης σε αυτές τις εκλογές – Ουισκόνσιν, Νεβάδα, Πενσιλβάνια, Μίσιγκαν, Βόρεια Καρολίνα, Τζόρτζια και Αριζόνα – κανένας υποψήφιος δεν έχει αποφασιστικό προβάδισμα, σύμφωνα με τους μέσους όρους των δημοσκοπήσεων.
Στο επιτελείο της Κάμαλα Χάρις αυξάνεται ολοένα και περισσότερο ο αριθμός των κορυφαίων στελεχών των Δημοκρατικών, που λένε κατ’ ιδίαν, ότι αισθάνονται πως η Αντιπρόεδρος θα χάσει. Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, όπως ο ιστότοπος Axios, καταγράφουν κλίμα πανικού στους κόλπους των Δημοκρατικών, την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να διασφαλίζει, εκτός από την πλειοψηφία στο Κολλέγιο των Εκλεκτόρων, και την λαϊκή ψήφο για πρώτη φορά εδώ και δύο δεκαετίες για τους Ρεπουμπλικανούς.
Οι Δημοκρατικοί ξόδεψαν ένα δισεκατομμύριο δολάρια – σχεδόν διπλάσια από τους Ρεπουμπλικανούς – τους τελευταίους τρεις μήνες, για να βελτιώσουν την εικόνα της. Η Χάρις έκανε καλή δουλειά, εξηγώντας στους Αμερικανούς, γιατί δεν πρέπει να ψηφίσουν τον Τραμπ, όμως δεν κατάφερε να εξηγήσει, γιατί πρέπει να ψηφίσουν εκείνην. Με άλλα λόγια, είναι δυνατή ως εισαγγελέας, αλλά δυσκολεύεται ως συνήγορος υπεράσπισης. Και αν προστεθούν οι ευρύτερες ανησυχίες για τη μετανάστευση και τον πληθωρισμό, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο για τη Χάρις.
Ούτως ή άλλως η εκκίνηση της Χάρις ήταν δύσκολη, διαδεχόμενη τον όχι και τόσο δημοφιλή Τζο Μπάιντεν για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών μόλις τρεισήμισι μήνες από την εκλογική αναμέτρηση. Αναλυτές σχολιάζουν ότι ο Χάρις «παρέδωσε» την εκστρατεία της στο ζεύγος των Ομπάμα, με την ίδια σε δεύτερο πλάνο. Και παράλληλα, οι Δημοκρατικοί έριξαν στη μάχη την Τέιλορ Σουίφτ, τη Μπιγιόνσε και άλλους αστέρες του Χόλιγουντ και της μουσικής βιομηχανίας.
Γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να έχει ακόμη το «πάνω χέρι»
Στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών, αντιθέτως, επικρατεί αισιοδοξία. Ο Τραμπ φαίνεται να επωφελείται από έναν ορισμένο βαθμό νοσταλγίας μεταξύ των ψηφοφόρων, οι οποίοι γενικά αναγνωρίζουν καλύτερες επιδόσεις στην προεδρική θητεία του τώρα από ό,τι τότε.
Ανατρέχοντας στις οικονομικές του επιδόσεις, το 62% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων θεωρεί ότι τα χρόνια Τραμπ ήταν «καλά», σε σύγκριση με το 32% που τα περιγράφει ως «άσχημα», σύμφωνα με δημοσκόπηση του CBS News. Όσον αφορά τα χρόνια διακυβέρνησης του Μπάιντεν, το 32% τα χαρακτηρίζει «καλά» σε σχέση με το 61% που τα θεωρεί «άσχημα».
Οι δημοσκοπήσεις έχουν δείξει εδώ και καιρό τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων τα χρόνια μετά την πανδημία υπό τον Πρόεδρο Μπάιντεν, καθώς και τη μεταναστευτική κρίση που εκτυλίχθηκε. Το ποσοστό αποδοχής του Μπάιντεν βρίσκεται στο 40,8%, ενώ το 56,6% αποδοκιμάζει, σύμφωνα με το RealClearPolitics.
Κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα πώς θα εξελιχθεί η ημέρα των εκλογών. Οι δημοσκοπήσεις πιστεύεται ευρέως ότι υποτίμησαν τον Τραμπ τόσο το 2016 όσο και το 2020. Ωστόσο, την ίδια ώρα, πολλοί Δημοκρατικοί ελπίζουν ότι οι δημοσκοπήσεις θα διαψευστούν για τη Χάρις, όπως συνέβη στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, όταν διατήρησαν τον έλεγχο της Γερουσίας, ανατρέποντας τα προγνωστικά.