Του Ιωάννη Χρ. Ιακωβίδη*
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαϊου 1453 υπήρξε το αποτέλεσμα της σταδιακής αποσυνθέσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Ρωμανίας ): το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054), η είσοδος των Σελτζούκων Τούρκων στη Μικρά Ασία ( Μάχη του Ματζικέρτ, 1071), η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και αργότερα-μετά την επανάκτησή της το 1261 από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο που εισήγαγε τον Δικέφαλο Αετό ως νέο αυτοκρατορικό σύμβολο – οι πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, οι βίαιοι εξισλαμισμοί, η αδυναμία στήριξης από τη Δύση, η κακή οικονομική κατάσταση και η ερήμωση της υπαίθρου , συνετέλεσαν στην τελική κατάρρευση. Η κατάληψη της Καλλίπολης (1354) από τους Οθωμανούς οδήγησε στην εγκατάστασή τους στη Βαλκανική. Το Βυζάντιο κατέστη το 1373 φόρου υποτελές σε αυτούς. Επιπλέον, η εξουθενωμένη Ρωμανία δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από Λατίνους, Βουλγάρους και Σέρβους. Το 1453 στην Αυτοκρατορία ανήκε -πλην της ίδιας της Κωνσταντινουπόλεως και των περιχώρων της- το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος (1449-1453) αγωνιωδώς προσπαθούσε να περισώσει από την Αυτοκρατορία ό, τι ήταν εφικτό. Ένας Ιταλός ανθρωπιστής, ο Φραντσέσκο Φίλελφο, τον θεωρούσε άνθρωπο «με ευσεβές και ανώτερο πνεύμα». Σύμφωνα με νεότερους ιστορικούς, τα τακτικά στρατεύματα του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή πρέπει να ανέρχονταν στους 80.000-100.000 στρατιώτες, περιλαμβανομένων 12.000 γενιτσάρων και αρκετών χριστιανών, υποτελών των Οθωμανών, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες.
Ο Γεώργιος Φραντζής αναφέρει 4.937 βυζαντινούς και περίπου 2000 ξένους μαχητές . 700 κατέφθασαν στις 26 Ιανουαρίου 1453 με δύο γενουάτικα πλοία. Στις 7 Απριλίου 1453 άρχισε η πολιορκία από τον Μωάμεθ Β’, μετά την απόρριψη την προηγούμενη ημέρα από τους Βυζαντινούς της πρότασής του για την παράδοση σε αυτόν της Πόλης των 50.000 κατοίκων, με την υπόσχεση ότι θα σεβόταν την ζωή και την περιουσία τους. Αμέσως ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός, με αποτέλεσμα ένα τμήμα των τειχών πλησίον της Πύλης Χαρισίου να καταστραφεί, όμως οι υπερασπιστές κατάφεραν να το επισκευάσουν γρήγορα.
Στις 20 Απριλίου τρία γενουάτικα πλοία και ένα βυζαντινό , το οποίο είχε επικεφαλής τον ναύαρχο Φλαντανελλά , κατάφεραν να ενισχύσουν τους Βυζαντινούς με προμήθειες , μετά από νικηφόρα σύγκρουση με τον αριθμητικά υπέρτερο τουρκικό στόλο ( 400 πλοία διαφόρων τύπων)…
Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλεως , με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Τέλος, εγγυάτο την ασφάλεια του πληθυσμού, που θα παρέμενε στη Βασιλεύουσα. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος απάντησε αρνητικά.
Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση, ο Μωάμεθ Β’ συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο .Η επίθεση ορίστηκε για την νύκτα της 29ης Μαΐου. Στις 28 Μαΐου τελέστηκε μεγάλη ακολουθία, η τελευταία, στην Αγία Σοφία, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Φραντζής, τον προέτρεψε να αγωνιστεί γενναία.
Την Τρίτη, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00 π. μ., εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι πρώτες δύο επιθέσεις αποκρούστηκαν επιτυχώς .Όμως, ο Μωάμεθ Β’ οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία. Ιδιαίτερα επίμονα οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών , το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Η δημιουργηθείσα σύγχυση υπήρξε μοιραία για τους πολιορκούμενους. Στα τείχη προκαλούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στη μάχη. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, προβαίνοντας σε μαζικές λεηλασίες και φόνους. Ήδη, στις δυόμισι το μεσημέρι κατέστησαν κύριοι της κατάστασης . Διακόσιες χιλιάδες σημαίες κυματίζουν , πλέον, στις στέγες των οικιών. Πολλοί κάτοικοι κατέφυγαν στην Αγία Σοφία, για να σωθούν, αλλά τελικά δεν απέφυγαν τη σφαγή. Ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και μετέβη στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε « αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης». Κατόπιν, ο Πορθητής είχε εγκατασταθεί στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.
Ακολούθησε ο ζόφος της μακραίωνης οθωμανικής δουλείας, μέχρι που οι πρόγονοί μας το 1821- σε πείσμα των τότε ισχυρών της « Ιερής Συμμαχίας»- έλαβαν τα όπλα και έδιωξαν τον κατακτητή, ιδρύοντας ( με την επέμβαση των τριών « Προστάτιδων Δυνάμεων») το μικρό, αρχικά, ελληνικό κράτος (1830).Σταδιακά, με τη Μεγάλη Ιδέα και αποκορύφωμα τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) προσαρτώνται νέα εδάφη. Ο επάρατος εθνικός Διχασμός και τα συγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή (1922).
Την τεράστια αυτή και ανεπούλωτη συμφορά επεσφράγισαν η Κατοχή (1941-1944) ο Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949) και η Κυπριακή Τραγωδία (1974) με τους χιλιάδες πρόσφυγες και αγνοουμένους. Για αυτό, η συνεχής εθνική εγρήγορση και η διαφύλαξη των πολιτιστικών μας παραδόσεων, ο στρατηγικός σχεδιασμός , η διατήρηση αξιόμαχων Ενόπλων Δυνάμεων και η οικονομική ανόρθωση αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιβίωση του έθνους μας.
(Βλ. ενδεικτικά: Μίκα Βάλταρι, Ιωάννης Άγγελος, Αθήνα : Καλέντης, 2003. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2012. Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου, Πήραν την Πόλη. Πήραν την, Αθήνα: Κέδρος, α΄ έκδ.1996. Γιώργος Λεονάρδος , Ο τελευταίος Παλαιολόγος, Αθήνα: Α.Α. Λιβάνης, 2007. Edwin Pears, Η καταστροφή της Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, Αθήνα :Στοχαστής, 2004. Στίβεν Ράνσιμαν , Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Αθήνα: Παπαδήμας, 2002. Γεώργιος Φραντζής -Νικολό Μπάρμπαρο, Η Πόλις εάλω, Αθήνα: Α.Α. Λιβάνης, 1993 )
*Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, φιλόλογος, ιστορικός , πολιτικός επιστήμων και συγγραφέας