Παναγιώτης Θωμά
(δρ. θεολογίας, εκπαιδευτικός, συγγραφέας).
«Αμέτρητα τα θαύματά σου, γλώσσα
Γερνάς εντός μου και όλα που να τα θυμάμαι».
(Κική Δημουλά, «Τυφλό σύστημα επαφής»)
Αν είναι κανείς εκπαιδευτικός και αγαπά την ελληνική γλώσσα, είναι εύκολο να διολισθήσει
σε μια απαισιοδοξία για το παρόν της, που κυοφορεί βεβαίως όσα της επιφυλάσσει το άμεσο
μέλλον. Δεν είναι δύσκολο να απελπίζεσαι με τη γλωσσική ένδεια που συχνά παρατηρείς
στον δημόσιο λόγο και με την ανικανότητα πολλών από τους μαθητές μας να εκφραστούν σε
συνεχή και δομημένο λόγο, αποφεύγοντας τη συνθηματικότητα και την υπερβολική
ελλειπτικότητα, για την οποία ευθύνεται βεβαίως —κατά ένα μεγάλο μέρος—, ο
δημοσιογραφικός λόγος αλλά, πρωτίστως, η τηλεγραφικότητα των κυρίαρχων πια
διαδικτυακών επαφών μας. Τούτη είναι σαφώς μόνον η μία όψη του ζητήματος∙ κι αλίμονο
αν μέναμε σε αυτή, αποποιούμενοι των δικών μας ευθυνών, ως ενηλίκων και ως
εκπαιδευτικών, για το μείζον αυτό πρόβλημα. Η υπεύθυνη στάση μας απέναντι σε αυτό
απαιτεί εξάπαντος καθημερινό αγώνα αλλά και καταφυγή στις κατάλληλες πηγές έμπνευσης
που μπορεί να θρέψουν τόσο το πάθος μας για την γλωσσική παιδεία, όσο και την ίδια τη
σχέση μας με τη γλώσσα, εμπλουτίζονας και συγχρόνως καλλύνοντάς την. Μια απ’ αυτές της
πηγές, αναμφίβολα σημαντική και αναντικατάστατη είναι η ποίηση.
Θα παρατηρήσει ίσως κανείς, ότι δεν έχω τονίσει μέχρι στιγμής τίποτε παραπάνω από το
αυτονόητο. Όμως διόλου αυτονόητα δεν είναι όλα αυτά, παρά μόνον για λίγους και
υποψιασμένους (γιατί δεν είναι περισσότεροι οι υποψιασμένοι αποτελεί μια μεγάλη
συζήτηση που δεν είναι της παρούσης) και βεβαίως δεν αγνοώ —θα ήταν άλλωστε παντελώς
ανέντιμο— τη συμβολή των φιλολογικών μαθημάτων, συμπεριλαμβανομένης της
λογοτεχνίας, τα οποία συναδέλφισσες και συνάδελφοι διδάσκουν με συνέπεια και αφοσίωση.
Αποτελεί όμως, κοινή παραδοχή —ή κοινό μυστικό—, ότι το εκπαιδευτικό σύστημα σε
Ελλάδα και Κύπρο μάλλον δένει τα χέρια των εργατών της παιδείας, οδηγώντας συχνά στην
επιλογή της απλής και στρεσογόνας διεκπεραίωσης.
Ορίστε λοιπόν γιατί συνέδρια σαν και τούτο που διοργανώνεται τα τελευταία 13 χρόνια στο
Ζωγράφειο Λύκειο της Κωνσταντινούπολης, αφιερωμένο κάθε χρονιά σε έναν/μία από
τους/τις μείζονες λογοτέχνες /λογοτέχνιδες του Ελληνισμού έχουν σοβαρό λόγο ύπαρξης∙ όχι απλά γιατί τιμούν και προβάλλουν τις σπουδαιότερες στιγμές της λογοτεχνίας μας (αυτό
γίνεται και αλλού, αρκετά συχνά από ακαδημαϊκά και πολιτισμικά ιδρύματα) αλλά για τον
τρόπο που γίνεται: την προεργασία, την όλη διαδραστική και διαθεματική φιλοσοφία που το
διέπει και —πάνω απ’ όλα—, την εμπλοκή των λυκειόπαιδων σχεδόν απ’ όλα τα μήκη και τα
πλάτη της γης σε αυτή τη δημιουργική διαδικασία. Δεν θα αρνηθώ πως είμαι θετικά
προκατειλημμένος υπέρ του ποιητικού έργου της Κικής Δημουλά, στην οποία ήταναφιερωμένο φέτος το διεθνές αυτό συνέδριο, που συνδιοργανώνουν με μεράκι περισσό τα Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη και το Ζωγράφειο υπό την αιγίδα του Οικουμενικού
Πατριαρχείου. Στο πρόσωπο εξάλλου του Οικουμενικού Πατριάρχη επισφραγίζεται με
ειλικρίνεια η αγάπη της Οικουμενικής Εκκλησίας, ως όφειλε, για την ποίηση, τις τέχνες και
τον πολιτισμό. Τούτα τα αγαπήματα αποτελούν, ας μην ξεχνάμε, συστατικά του σώματος και
του αίματος, της ίδιας της ζωής του εκκλησιαστικού σώματος στη διαχρονία του.
Δεδομένη, όπως προσημείωσα, η δική μου αγάπη για το δημουλικό έργο ένεκεν αφιέρωσης
αρκετών χρόνων σε αυτό, αλλά κυρίως, γιατί υπήρξε για μένα ένας έρωτας δισταχτικός στην
αρχή που θέριεψε με τα χρόνια και ακόμα με βρίσκει ηττημένο αλλά ευτυχή. Όμως θέλω να
υπερβώ το προσωπικό επίπεδο, όχι γιατί είναι ασήμαντο, αλλά γιατί υπάρχουν άλλα
σημαντικότερα. Το έργο λοιπόν της ποιήτριας έλαμψε και τιμήθηκε από ποικίλες οπτικές
γωνίες στις συζητήσεις του συνεδρίου, με τον υπαρξιακό σπαραγμό της που βυθίζεται σ’ ένα
πλουτοφόρο, τραγικό έρωτα και επανίσταται κατά του θανάτου να κυριαρχεί στις
συζητήσεις, τα θεατρικά δρώμενα (συνταρακτικό το θεατρικό αναλόγιο της Όλιας
Λαζαρίδου), τους στίχους που τα παιδιά επέλεξαν και απήγγειλαν ή τραγούδησαν σε δική
τους μελωδία στην αίθουσα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

Θέλω να υπογραμμίσω ιδαιτέρως ένα γεγονός, με φόντο όλα αυτά τα όμορφα που συνέβησαν σε σημεία ιστορικής και εθνικής σημασίας για τον Ελληνισμό∙ εκεί στην πλατειά αγκαλιά της Πόλης, μες τα πορφυρογέννητα νάματα του Βοσπόρου: η επιλογή της Κικής Δημουλά από μόνη της συντελεί σε ένα άνοιγμα εκπαιδευτικό, φιλολογικό και όχι μόνον: όπως και να το κάνουμε ένας Παπαδιαμάντης, ένας Καβάφης κι ένας Ρίτσος, μείζονες αδιαμφισβήτητα λογοτέχνες, κομίζουν μαζί με την αρτιότητα του έργου τους ορισμένες ιδέες που θρέφουν τον Ελληνισμό σε Ελλάδα Κύπρο και Ομογένεια και συνιστούν —παρά τις δεδομένες διαφορές τους— ένα κάποιο ιδεολογικό πλαίσιο, χρήσιμο εξάπαντος όσο και συζητήσιμο σε κάθε εποχή: η ελληνική φύση και κοινότητα ηθογραφημένη και η λειτουργική παράδοση, η Ελληνοκεντρικότητα, ο οικουμενικός Ελληνισμός, η Ρωμηοσύνη, με πλούσιες συνδηλώσεις για ένα Λύκειο, το οποίο ζει και αναπνέει σε συγκεκριμένο πολιτικό κλοιό αλλά και ιστορικές προεκτάσεις. Αντίθετα, η Δημουλά και το έργο της δεν συνιστούν και δεν
συστήνουν κανένα ιδεολογικό, εθνικό ή ιδεαλιστικό σχήμα.

Η ποίηση της Δημουλά δεν προβάλλει, ούτε κουβαλά ως βαρίδιο κανένα ιδεολογικό
πρόταγμα. Μπορεί η «χαμηλοτάβανη πατριδογνωσία» της να λαμβάνει χώρα στην Αθήνα∙
μπορεί το Σούνιο, το Ναύπλιο, η Εύβοια, η Σκόπελος, να εμφανίζονται σε αγαπημένα και
δημοφιλή ποιήματά της, αλλά έχω την αίσθηση, ότι όλα αυτά, αν και δεν σχετικοποιούνται,
εντούτοις σε μεγάλο βαθμό γίνονται σύμβολα σε ένα σύμπαν ποιητικό που πρωτίστως το
ορίζει μια παλλόμενη ύπαρξη, η οποία μπορεί να βλέπει, να σκάβει, να απορεί, να
επανίσταται, να δοξάζει και να δοξολογεί, να πιστεύει και να αμφιβάλλει∙ γυμνή στον καιρό,
«παιγνίδι του ανέμου», προκειμένου «να δει τη δόξα του πραγματικού», όπως θα έλεγε ο
Νίκος Γ. Πεντζίκης. Ίσως είναι η ειλικρίνεια, που γίνεται ενίοτε ωμή, η εξομολογητική
διάθεση και ο (αυτό)σκαρκασμός που μεταβάλλουν τη δημουλική ποίηση από ατομική και
προσωπική υπόθεση σε οικουμενική.
Θέλω όμως να επιστρέψω από το σημείο που ξεκίνησα: τον προσήκοντα καημό μας για τη
γλώσσα, «το φοβερό αυτό θεριό», όπως εμβριθώς την ονομάζει ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης.
Γιατί η Δημουλά εξερευνά πρωτίστως τη γλώσσα, προσωποποιώντας τις έννοιες,
ενσαρκώνοντας τα αφηρημένα και μυθoλογώντας επάνω στα συγκεκριμένα πράγματα. «Σε
προσκυνώ γλώσσα» και «οι λέξεις φταίνε» έγραψε, γιατί μάλλον τις είδε ως πραγματικές
υποστάσεις, ενέργειες που έχουν τη φορά της σάρκας και τη σαγήνη του μυστηρίου. Γι’ αυτό
και ήταν χαρά Θεού να ακούς αγόρια και κορίτσια να διαλέγονται στο συνέδριο του
Ζωγράφειου με την ακριβή γλωσσική κληρονομία που μας άφησε η ποιήτρια∙ να
ενθουσιαζονται, να δημιουργούν στα χνάρια της, να απορούν κατά μίμηση και μέθεξη της
σπαραχτικής μαρτυρίας της. Δεν είμαστε ανυποψίαστοι για την πιθανότητα μιας ύπουλης
υπόσκαψης όλων αυτών από τις συχνά ευτελίζουσες τα εγχειρήματά μας δυνατότητες της
τεχνικής νοημοσύνης και των εφαρμογών της. Μα το αυθεντικό λάμπει και ξεχωρίζει. Σε μια
εποχή που η ποιητικότητα έχει υποχωρήσει από το εντεχνολαϊκό τραγούδι, που το
καλλιτεχνικό ύφος εξαφανίζει την ίδια την τέχνη, μια σπουδή σε ποιητικές φωνές τέτοιου
είδους δημιουργεί ελπίδα, φέρνει φώς, διανοίγει έστω κάποιες άλλες οδούς.
Το ζητούμενο σαφώς δεν είναι να μιμηθεί κανείς κατά πάντα το Ζωγράφειο και τα
Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη για το ζηλευτό θεσμό και καθιέρωσαν, αλλά να εμπνευστεί από
αυτόν. Μια τέτοια διάδραση των εφήβων μας με τον λογοτεχνικό/ποιητικό λόγο ενός
Κυριάκου Χαραλαμπίδη, ενός Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, ενός Ντίνου Χριστιανόπουλου ή
ενός Κώστα Μόντη, μιας Ζωής Καρέλλη, θα αφήσει ευτυχέστερη τη γλώσσα μας, που αν η
άρτιά της μορφή χαθεί από τα στόματα των νέων, ο θάνατός της είναι εγγύς. Ας είναι
«παροδική» για να παραφράσω τη Δημουλά, μια τέτοια βεβαιότητα του θανάτου της.