Την νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου του 2023 συνέβη το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην ιστορία της χώρας. Η αδιανόητη μετωπική σύγκρουση δύο αμαξοστοιχιών στα Τέμπη και η φωτιά που ακολούθησε, επέφεραν τον θάνατο 57 ανθρώπων, ενώ εκατοντάδες επιζώντες προσπαθούν ακόμη και σήμερα, να επουλώσουν τις πληγές τους και να διαχειριστούν τις ψυχολογικές επιπτώσεις της «κόλασης» που βίωσαν. Σχεδόν δύο χρόνια μετά την τραγωδία, πολλά κρίσιμα ερωτήματα, παραμένουν αναπάντητα, με τις περιγραφές των επιβατών στις καταθέσεις τους, να είναι αποκαλυπτικές.
Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2024, ορισμένοι εκ των 352 επιβατών που έζησαν εφιαλτικές στιγμές, καθώς και συγγενείς τους, πέρασαν το κατώφλι του ειδικού εφέτη ανακριτή, Σωτήρη Μπακαΐμη, ο οποίος διερευνά το τραγικό δυστύχημα.
Οι επιζώντες, στις καταθέσεις τους και στις υπεύθυνες δηλώσεις τους, που παρουσιάζει το enikos.gr, αφού περιγράφουν αναλυτικά τα πρώτα ανατριχιαστικά και αγωνιώδη λεπτά της τραγωδίας, στη συνέχεια κάνουν λόγο για φωτιά με ιριδίζον μπλε χρώμα, καθώς και για μυρωδιά που όμοιά της, δεν είχαν ξαναμυρίσει.
«Ένιωθα έντονο κάψιμο στον λαιμό και η μύτη μου καιγόταν λόγω της έντονης μεταλλικής οσμής»
Επιβάτης που βρισκόταν τη μοιραία νύχτα στο βαγόνι 3, στη θέση 106, περιγράφει πως περίπου στις 23:20, αισθάνθηκε ένα μεγάλο και έντονο φρενάρισμα, το οποίο την ώθησε προς τα μπροστά και σε κλάσματα δευτερολέπτων, ένιωσε άλλα δύο φρεναρίσματα. (…) «Ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος, τα τζάμια έσπασαν ακαριαία όλα μαζί προς την εσωτερική πλευρά του βαγονιού, τα φώτα έσβησαν και ακούγονταν ουρλιαχτά βοήθειας από τον κόσμο» αναφέρει αρχικά.
Αφού άνοιξε τα μάτια της και κατάφερε να απεγκλωβιστεί, αντιλήφθηκε την μεγάλης έκτασης φωτιά που είχε ξεσπάσει στο μπροστινό μέρος του τρένου, οπότε αποφάσισε να κατευθυνθεί προς την αντίθετη πλευρά και να ανέβει στις ράγες. «Εκείνη την στιγμή διαπίστωσα ότι η πλάτη μου ήταν γεμάτη αίμα και ο κόσμος που βρισκόταν εκεί με ενημέρωσε ότι είχα μία βαθιά πληγή που αιμορραγούσε, η οποία δεν κατάλαβα πότε και πώς δημιουργήθηκε». Όπως λέει, αργότερα στο νοσοκομείο, την χαρακτήρισαν θλαστικό τραύμα πλησίον του πνεύμονα. «Η πληγή αυτή μολύνθηκε και έλαβα ειδική αντιβίωση για την αντιμετώπισή της».
Η επιβάτης κάνει λόγο για ένα μαύρο νέφος που είχε καλύψει την περιοχή, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της στο σημείο, «ένιωθα έντονο κάψιμο στον λαιμό, δύσπνοια, και η μύτη μου καιγόταν λόγω της έντονης μεταλλικής οσμής που επικρατούσε. Δεν είχα μυρίσει κάτι τέτοιο ξανά στην ζωή μου. Θυμάμαι ότι ένιωθα τη γλώσσα μου πρησμένη και είχα μία μεταλλική γεύση που έφυγε έπειτα από κάποιες ημέρες. Επίσης, είχα ένα έγκαυμα στην κάτω πλευρά του δικεφάλου του δεξιού μου χεριού, το οποίο έκανε 1,5 μήνα να επουλωθεί, και ακόμη έχει αφήσει σημάδια. Τα μαλλιά μου, είχαν καψαλιστεί, χωρίς να έχω έρθει σε επαφή με φλόγα».
Σχετικά με την οσμή και το κάψιμο στον λαιμό, επισημαίνει πως «δεν σχετίζονται με φλόγα ή φωτιά, ούτε προέρχονταν από την φωτιά που έκαιγε δίπλα στο βαγόνι, γιατί την οσμή από καύση υλικών την γνωρίζω. Αντίθετα, με παραπέμπει σε κάποια χημική ουσία ή κάποια χημική ένωση που δεν έχω ξαναμυρίσει. Η μυρωδιά δεν θύμιζε καμένη μπαταρία ή καμένο σύρμα, μέσα σε κάποιο ηλεκτρικό μηχάνημα».
«Έκαιγαν τα ρουθούνια μας σε κάθε εισπνοή»
Επιβάτης που καθόταν στη θέση 108, στο βαγόνι 5, αναφέρει και εκείνη τα απότομα φρεναρίσματα, και ενώ είχε ξεκινήσει το βαγόνι να παίρνει κλίση, μύριζε έντονα καμένο σίδερο. «Είχε κάπως σαν μεταλλική γεύση» λέει χαρακτηριστικά. Όπως λέει, ενώ ήταν πεσμένη, παρατήρησε από την χαραμάδα των δύο μπροστινών της θέσεων πως είχε πιάσει φωτιά μπροστά στο τρένο και έβλεπε «από το φως της». «Όλοι ήταν σε πανικό, άκουγα φωνές ότι θα πεθάνουμε και τότε το βαγόνι άρχισε να γεμίζει με πολύ έντονο καπνό».
Αφού είχε σημειωθεί η μετωπική σύγκρουση, η επιβάτης λέει πως η έντονη μυρωδιά που περιγράφει, δεν ήταν καμένο ξύλο, λάδι, πλαστικό ή υγρά μπαταρίας. «Ήταν έντονη οσμή που “έκαιγε” την μύτη και το αναπνευστικό. Ήταν πολύ ενοχλητική στην εισπνοή. Πρώτη φορά μύρισα κάτι σαν αυτό. Έκαιγαν τα ρουθούνια μας σε κάθε εισπνοή, είχε πολλή ζέστη. Κάθε εισπνοή που έπαιρνα εκεί μέσα, με ενοχλούσε και εσωτερικά, στον οισοφάγο και στα πνευμόνια. Ήταν πολύ αποπνικτικά και μας έπιασε βήχας».
Σχετικά με τη φωτιά, είπε πως «φαινόταν να καίει πολύ καλά, αλλά όχι με κανονικό χρώμα. Από μακριά φαινόταν σαν ιριδίζον μπλε. Έβλεπα και φώτα από κινητά των ανθρώπων που έψαχναν τρόπο να πάνε στην πυρκαγιά, για να βγάλουν τα παιδιά που φώναζαν ότι καίγονται. Όλα αυτά έγιναν στις 23:35-23:50, κάπου εκεί».
Μάλιστα, όταν έφτασαν στο σημείο λεωφορεία που μετέφεραν τους επιβάτες στη Θεσσαλονίκη, η ίδια ανέφερε πως στη διπλανή θέση, κάθισε μία επιβάτης από το βαγόνι 2, που βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. «Μύριζε ακόμα πιο έντονα εκείνη, και της είχε κάνει και εκείνης εντύπωση», ενώ τις επόμενες ημέρες επισημαίνει πως «είχα έναν ξηρό βήχα από εκείνο το βράδυ».
«Η οσμή του χημικού με παρέπεμπε σε μυρωδιά αντίστοιχη με παλιά καθαριστήρια»
Επιβάτης που είχε κόψει εισιτήριο για την θέση 42, στο βαγόνι 3, την στιγμή του δυστυχήματος βρισκόταν στην μπροστινή πλευρά κατά την φορά κίνησης της αμαξοστοιχίας, προκειμένου να φορτίσει το κινητό της.
Ήταν περίπου 00:00-00:05 όταν κατάφερε η ίδια να βγει από το βαγόνι, όπου έμεινε για 40-45 λεπτά γιατί βοηθούσε άλλους επιβάτες. «Κάποια στιγμή άκουσα φωνές από έξω που έλεγαν “βγείτε γρήγορα από το βαγόνι, πλησιάζει η φωτιά, θα καείτε”». (…)
Στην υπεύθυνη δήλωσή της έκανε λόγο για έντονη μυρωδιά κάποιου χημικού. Στην κατάθεσή της, όταν ρωτήθηκε εάν μπορεί να προσδιορίσει σε τι την παραπέμπει, εκείνη απάντησε: «Η οσμή του χημικού εμένα με παρέπεμπε σε μυρωδιά αντίστοιχη με παλιά καθαριστήρια, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα ως μυρωδιά».